Η επιστροφή του Dracula μέσα από το Dracula: A Love Tale του Luc Besson (2025) δεν είναι απλώς μια ακόμα μεταφορά του κλασικού έργου του Bram Stoker, αλλά μια ονειρική, αισθησιακή αναγέννηση του ίδιου του μύθου. Ο κινηματογράφος γυρίζει πίσω στις ρίζες του γοτθικού ρομαντισμού, και ταυτόχρονα προχωρά μπροστά, χαρίζοντας μας μια εμπειρία που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα στο πάθος και τον τρόμο, στο φως και το σκοτάδι.
Πολλοί έσπευσαν να τη συγκρίνουν με το Nosferatu, όμως η αλήθεια είναι πως ο ίδιος ο Nosferatu (1922) ήρθε μετά το πρωτότυπο έργο του Stoker, λειτουργώντας ως ανεπίσημη, παραλλαγμένη μεταφορά, σχεδόν «σκιώδης» αντιγραφή του Dracula. Έτσι, η νέα ταινία του Besson δεν μιμείται τον Nosferatu, αλλά επιστρέφει στην αυθεντική πηγή, σε εκείνον τον αρχικό Δράκουλα που γέννησε όλα τα υπόλοιπα. Παρ’ όλα αυτά, οι ομοιότητες υπάρχουν, όπως η μελαγχολία της αιωνιότητας, η απομόνωση του τέρατος, το παιχνίδι φωτός και σκιών που κάνει το βλέμμα να μισεί και να συμπονά ταυτόχρονα.
Εκεί όμως που το Nosferatu ήταν τρόμος, εδώ έχουμε τραγωδία.

Ο Δράκουλας του Besson είναι μια ψυχή ραγισμένη από τον έρωτα, ένας αθάνατος που βασανίζεται από την ίδια του τη μνήμη και τις τύψεις.
Η ταινία δεν τον αντιμετωπίζει σαν τέρας, αλλά σαν ποιητή, καταραμένο γόη, γεμάτο συναίσθημα.
Η σκηνοθεσία του Luc Besson είναι αριστοτεχνική. Μελετημένα κάδρα, συμμετρικά πλάνα που θυμίζουν πίνακες, και μια φωτογραφία που φλερτάρει διαρκώς με τη ζωγραφική. Οι αποχρώσεις του κόκκινου και του χρυσού κυριαρχούν, φωτίζοντας τον τρόμο σαν έργο τέχνης. Κάθε σκηνή μοιάζει βγαλμένη από όνειρο, κάθε σιωπή έχει βάρος. Ο Besson δεν φοβάται τη στατικότητα, την αφήνει να μιλήσει. Οι κινήσεις της κάμερας είναι αργές, σχεδόν τελετουργικές, κάνοντας το βλέμμα του θεατή να χάνεται σε κάθε σκιά και κάθε βλέμμα του Κόμη. Εντύπωση θα προκαλέσει η αρχική σκηνή της μάχης, με την τέλεια ισορροπία σε κάθε κίνηση.
Στο επίκεντρο όμως βρίσκεται ο Caleb Landry Jones. Η ερμηνεία του είναι απλώς καθηλωτική. Ένας Δράκουλας ευάλωτος, επικίνδυνος, ερωτευμένος και διαλυμένος. Δεν παίζει τον ρόλο, τον ζει. Από το πρώτο λεπτό κουβαλάει ολόκληρη την ταινία στις πλάτες του, ισορροπώντας ανάμεσα στη θλίψη και το μεγαλείο. Είναι εκείνος που δίνει ψυχή στον μύθο, που κάνει τον θεατή να καταλάβει ότι ο Δράκουλας δεν είναι τέρας, είναι καθρέφτης της ανθρώπινης απώλειας.
Η Daisy Edgar-Jones (ως Mina) λειτουργεί σαν φως μέσα στο σκοτάδι του. Η παρουσία της είναι αιθέρια, γεμάτη ζεστασιά, κι εκεί βρίσκεται η μαγεία: δεν είναι μια απλή «αγαπημένη του τέρατος», αλλά το κλειδί που δίνει στον ήρωα λόγο να υπάρξει και να κυριαρχεί στους αιώνες.
Το chemistry μεταξύ τους είναι εκρηκτικό, σχεδόν θεατρικό.

Στο τεχνικό κομμάτι, η παραγωγή αγγίζει επίπεδα τελειότητας. Η φωτογραφία του Thierry Arbogast είναι μια συμφωνία χρωμάτων, φωτός και σκιάς με κάθε κάδρο μοιάζει με έργο του Caravaggio σε κίνηση. Η μουσική υπογραμμίζει τον εσωτερικό ρυθμό του έρωτα και της καταδίκης, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια χτίζουν έναν κόσμο που δεν υπάρχει, αλλά θα ορκιζόσουν ότι μπορείς να τον αγγίξεις.
Κάποιοι ίσως πουν πως η έμφαση στον ρομαντισμό μειώνει το στοιχείο του τρόμου. Όμως αυτή ακριβώς είναι η τόλμη της ταινίας, να αντικαταστήσει τον φόβο με συναίσθημα. Να πει ότι ο πραγματικός τρόμος δεν βρίσκεται στο αίμα, αλλά στην αιωνιότητα χωρίς αγάπη.
Το Dracula: A Love Tale δεν είναι άλλη μια βαμπιρική ιστορία. Είναι μια γοτθική όπερα, μια ωδή στην απώλεια και στην ομορφιά του να ζεις με αγάπη και έρωτα. Μια ταινία που δεν σε φοβίζει, αλλά σε στοιχειώνει.
Ο Δράκουλας επιστρέφει, και αυτή τη φορά δεν ζητά αίμα. Ζητά συγχώρεση.
«Σε έναν κόσμο που οι βρικόλακες ποτέ δεν κοιμούνται… αυτή η ταινία σε καλεί να ξυπνήσεις.»
Φυσικά, αν θέλετε να ζήσετε και εσείς αυτή την αιώνα ιστορία αγάπης, οι αίθουσες του Cineplexx σας υπόσχονται αυτή την απόλυτη εμπειρία.