Οι πρώτες εντυπώσεις. Οι πρώτες εντυπώσεις είναι αυτές που πολλές φορές μπορούν να καθορίσουν την στάση μας σε ένα μέσο διασκέδασης, σε μια σημαντική απόφαση, στο αν θα είμαστε μαζί με κάποιον άνθρωπο ή όχι. Αυτές οι αποφάσεις θα καθορίσουν το άμεσο μέλλον μας ενώ πολλές φορές θα μας οδηγήσουν στο να ανακαλύψουμε εντυπωσιακά νέα πράγματα που άλλες φορές δεν θα ξέραμε ότι υπάρχουν. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα βιντεοπαιχνίδια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το trailer ενός νέου τίτλου εντυπωσίασε το κοινό σε τέτοιο βαθμό που οι προαγορές του έσπασαν ταμεία. Πολλές φορές όμως, αυτό το ‘hype’ οδηγά σε τυφλές κινήσεις και αποτελέσματα που δεν θα θέλαμε να ξαναδούμε. Ένα τέτοιο τρανό παράδειγμα είναι το Watch_dogs, ένας τίτλος που ενώ ήταν πολλά υποσχόμενος “έπεσε στα μούτρα του” όταν κυκλοφόρησε.
Με την κυκλοφορία του PS5, πολλές εταιρείες ξεκίνησαν την δική τους πορεία για να λάβουν μια θέση στην νέα εποχή. Νέα γραφικά, καλύτερο gameplay, πολύπλοκες και γεμάτες συναίσθημα ιστορίες θα αποτελούσαν τα παιχνίδια του μέλλοντος – παιχνίδια που κάποιοι θα έλεγαν πως ξεπερνάνε άλλα μέσα ψυχαγωγίας. Αυτή η φιλοδοξία πολλών εταιρειών όμως οδηγεί σε αποτελέσματα που δύσκολα μας εντυπωσιάζουν και άλλες φορές μας κάνουν να σκεφτόμαστε για το αν άξιζε η αναμονή ή η συνολική ανυπομονησία. Σε αυτό το επίπεδο κυμαίνεται και το Forspoken, ένας τίτλος που όταν πρωτοανακοινώθηκε είχε μικτές αντιδράσεις που επικεντρώνονταν στα γραφικά, τα εφέ και το gameplay.

To Forspoken δεν είναι άσχημο παιχνίδι αλλά θα μπορούσε να είναι και καλύτερο. Με μια πρώτη ματιά θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένα Tech Demo για νέα έκδοση της Luminous Engine παρά ένας τίτλος νέας γενιάς. Εφέ αποτελούμενα από χιλιάδες σωματίδια, γραφικά που κυμαίνονται μεταξύ του μοντέρνου και του πιο παλιού, μια ιστορία σχετικά προβλέψιμη και ένας καταθλιπτικός κόσμος που καταφέρνει όμως να αποτυπωθεί στο μυαλό μας. Σίγουρα το ταξίδι στον κόσμο της Athia δεν είναι το καλύτερο αλλά έχει αρκετά θετικά στοιχεία.
Πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας είναι η Frey Holland, μια ορφανή ενήλικη κοπέλα που προσπαθεί να επιβιώσει στην Hell’s Kitchen του Manhattan. Βουτηγμένη σε μια ζωή παρανομίας προκειμένου να μαζέψει χρήματα για να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, ως ένας διαφορετικός Daredevil προσπαθεί να επιβιώσει τρέχοντας και ξεφεύγοντας τόσο από τον νόμο όσο και από εκείνους που την εκμεταλλεύονται. Μετά από μια σειρά δυσκολιών και ατυχών γεγονότων, η Frey μεταφέρεται σε μια φανταστική χώρα γεμάτη μαγεία και ιδιαίτερα πλάσματα μέσα σε έναν κόσμο που σταδιακά καταστρέφεται.

Οι πρώτες ώρες του Forspoken κυλάνε αρκετά αργά με τα γεγονότα να μοιάζουν περισσότερο με ‘filler’ κεφάλαια παρά με σημαντικά γεγονότα. Όσο παίζουμε όμως θα ανακαλύπτουμε ολοένα και περισσότερα στοιχεία για αυτόν τον παράξενο κόσμο την στιγμή που θα βρεθούμε μπλεγμένη στην σωτηρία αυτού του κόσμου. Θα διαπιστώσουμε όμως πως η πηγή αυτής της επικείμενης καταστροφής είναι οι τέσσερις μάγισσες που η προφητεία τις ήθελε να σώζουν αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο.
Με το μαγικό της Cuff ή αλλιώς Vambrace, η Frey ξεκινάει με μια πληθώρα από μαγικές επιθέσεις που ποικίλουν από ranged επιθέσεις μέχρι και support attacks που μπορούν να περιορίσουν τους εχθρούς της. Σκοτώνοντας μια Tanta – τις μάγισσες που υποτίθεται ότι θα έσωζαν τον κόσμο – αποκτούμε πρόσβαση σε περισσότερες μαγικές επιθέσεις όπως μαστίγιο ή σπαθί για να βαράμε από κοντά ενώ ξεκλειδώνονται ακόμα περισσότερες υποστηρικτικές ικανότητες.
Σίγουρα μέχρι να συνηθίσουμε την ροή της μάχης θα χρειαστούμε κάποιον χρόνο και σε αυτό οφείλεται και η κίνηση της ηρωίδας πέρα από όλα τα υπόλοιπα. Πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να αποφύγουμε επιθέσεις όσο ανταλλάζουμε πυρά και με συνδυασμούς κουμπιών εξαπολύουμε ακόμα πιο δυνατές ικανότητες για μεγαλύτερους πόντους ζημιάς. Δεδομένης της εμπειρίας της ομάδας ανάπτυξης, το σύστημα μάχης δίνει μια αίσθηση εκείνου του Final Fantasy XV αφού τόσο τα εφέ όσο και τα animations θα μπορούσαν κάλλιστα να μας παραπέμψουν προς αυτόν τον τίτλο.

Όταν λέμε οι πρώτες ώρες του Forspoken κυλάνε αργά το εννοούμε. Τα πρώτα λεπτά είναι γεμάτα cutscenes που σχεδιάζουν το σκηνικό και όλα αυτά που θα ζήσουμε στην πορεία ωστόσο πολλές ήταν οι φορές που τα πράγματα δεν κυλούσαν αρμονικά. Για παράδειγμα, υπάρχουν ορισμένες αλληλουχίες κυνηγιού που διακόπτονται απότομα από κάποιο cutscene ενώ μετά από αυτά παίρνουμε κάποιον χρόνο μέχρι να μπορούμε να κινηθούμε και πάλι. Για να σας δώσω να καταλάβετε τι εννοώ, φανταστείτε πως παίζει κάποιο cutscene και τελειώνει και έχετε φαινομενικά τον έλεγχο του χαρακτήρα. Πατάτε κουμπιά, κινείτε μοχλούς αλλά ο χαρακτήρας σας δεν προχωράει παρά μόνο όταν τελειώνει ο ατελείωτος διάλογος με το Cuff. Αυτό είναι μόνο ένα περιστατικό από τα πολλά στο οποίο κόβεται η ροή του gameplay και δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ενοχλητικό, ακόμα και προς το τέλος του παιχνιδιού.
Η μικτή κριτική για την ροή του Forspoken άρχισε να ξεχνιέται όταν έπρεπε να ολοκληρώσω τα optional bosses. Φανταχτερές μάχες μεγάλου σκέλους όπου μαγικές ικανότητες και συνεχόμενη κίνηση δημιουργούσαν ένα μοναδικό σκηνικό. Αυτές οι μάχες αναδείκνυαν όλα τα καλά του παιχνιδιού και το potential για ένα μοναδικό δημιούργημα – τουλάχιστον αν οι αποφάσεις που πάρθηκαν στο σχεδιασμό του δεν επισκίαζαν τον βασικό πυρήνα του.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν το γεγονός ότι λαμβάνουμε πόντους εμπειρίας μιλώντας απλά σε NPCs στον κόσμο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μας ωθεί στο να μιλάμε σε όλους με σκοπό να κερδίσουμε μερικούς πόντους εμπειρίας για τις ικανότητές μας ενώ έμμεσα μας δίνει την αίσθηση ότι όντως βρισκόμαστε σε έναν άγνωστο κόσμο και αποκτούμε εμπειρία όσον μαθαίνουμε γι’αυτόν.

Μια θετική εντύπωση μας άφησε και το σύστημα εξερεύνησης του Forspoken. H Frey, μαθημένη από την δύσκολή ζωή της μπορεί να εφαρμόσει το parkour στην εξερεύνησή της πηδώντας εμπόδια (όπως τουλάχιστον θέλει η ιστορία), τρέχοντας με ταχύτητα σε πεδιάδες, αποφεύγοντας επιθέσεις και φτάνοντας σε υψηλά σημεία. Εδώ το parkour ενισχύεται με μαγικές ικανότητες που μας επιτρέπουν να τρέχουμε πιο γρήγορα σε έναν ανοιχτό κόσμο που δεν έχει και πολλά πράγματα να εξερευνήσουμε. Θα δούμε διάφορα γεγονότα να διαδραματίζονται αλλά με μικρή σημασία για το world-building ενώ θα εντοπίσουμε αρκετά collectibles και αντικείμενα – που άνετα μας παραπέμπουν σε ένα παιχνίδι Assassin’s Creed. Λαβύρινθοι και μπουντρούμια κρύβουν πολλά ιστορικά στοιχεία για την Athia αλλά δεν είναι αρκετά για να μας απομακρύνουν από την κεντρική ιστορία. Αλλά ακόμα και εδώ υπάρχουν “πληγές” που όσο περισσότερο παίζουμε αναδεικνύονται και προκαλούν εκνευρισμό ειδικά μέχρι να γίνουμε καλοί στον χειρισμό της Frey. Πιο συγκεκριμένα, τα κόλπα στο parkour και ο περίεργος χειρισμός όσο τρέχουμε πολλές φορές μας κόβουν την ροή – συνεπώς και την ταχύτητα – με αποτέλεσμα να νιώθουμε πως τα χάσαμε για μερικά λεπτά.
Μιλώντας για την ιστορία, υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που ίσως μας ενοχλήσουν παραπάνω απ’ ότι θα περιμέναμε. Η εγκληματική ζωή της Frey ήταν κάτι που μας εξέπληξε είναι η αλήθεια αλλά από τα πρώτα λεπτά μας δείχνει ότι σχεδόν όλη η ιστορία είναι προβλέψιμη. Η κοπέλα αφήνεται ελεύθερη και με το που βγαίνει την περιμένουν μπελάδες από μια άλλη συμμορία. Με τα ατυχή γεγονότα να φτάνουν στο σπίτι της, η Frey καταλήγει να ταξιδεύει – έστω και καταλάθος, διότι όπως ξέρουμε η περιέργεια σκότωσε την γάτα – στην Athia και εκεί να γίνεται η εκλεκτή για την σωτηρία του κόσμου, ακόμα και αν δε το θέλει.
Ο διάλογος μεταξύ της Frey και του Cuff ακούγεται εξαναγκασμένος, με μια δυναμική που δεν κάνει το “κλικ” που θα θέλαμε αφού και οι δύο είναι χαρακτήρες που δεν μπορούν με τίποτα να χωνέψουν ο ένας τον άλλο. Τα αστεία που επιχειρούνται εδώ “βρίσκουν τοίχο” και είδα σε πολλές μεριές επιχειρήματα του τύπου “τα προϊόντα της Marvel έχουν ίδιους διαλόγους και χιούμορ αλλά τα βλέπετε”. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι όλα αστεία – αλλά αυτό είναι προσωπική προτίμηση παρά δεδομένο.

H Frey μεμονωμένα όμως, δείχνει κάτι ανθρώπινο. Είναι μια νεαρή κοπέλα γεμάτη οργή για την ζωή της αφού επιθυμεί να ξεκινήσει από το μηδέν και ίσως να φτάσει τις ικανότητές της. Είναι μια καχύποπτη κοπέλα που με δυσκολία “μαλακώνει” και αφήνει περισσότερους φίλους ή αγνώστους να την πλησιάσουν και να της δώσουν να καταλάβει πως αξίζει το κάτι παραπάνω. Σίγουρα, οι ατάκες της δεν είναι και οι πιο ευχάριστες ή οι πιο αστείες αλλά δεν είναι η αγαθή, αγνή ηρωίδα που αναλαμβάνει να σώσει τον κόσμο χωρίς να αμφιβάλλει.
Παρόλα αυτά, η ιστορία άργησε αρκετά να μας εντυπωσιάσει ή να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον, κάτι που γινόταν προς το τέλος της. Η προβλέψιμη φύση της, μαζί με αρκετούς αδιάφορους χαρακτήρες και έναν κόσμο που μοιάζει βγαλμένος από το Final Fantasy ενώ παράλληλα αργεί να “πάρει μπροστά” μας ζορίζει στο να κρατήσει το ενδιαφέρον μας. Σε αυτό δεν βοηθάει και ο διάλογος που μας αφήνει να ζητάμε πολλά περισσότερα απ’ότι μας προσφέρονται εδώ.

Κάτι τελευταίο που με δίχασε όταν το πρωτοείδα ήταν τα γραφικά του παιχνιδιού. Με μια πρώτη ματιά, μου θύμισαν μια μίξη των εφέ του Black Desert Online με γραφικά από άλλα παιχνίδι της Luminous. Στο PS5 υπάρχουν τρεις διαφορετικές επιλογές για την εμφάνιση με την μια να εστιάζει στην ποιότητα, μειώνοντας τα καρέ και βελτιώνοντας την ευκρίνεια και τα textures, το Ray Tracing που ενεργοποιεί τον μηχανισμό και το Performance Mode που θυσιάζει την ποιότητα για καλύτερη απόδοση. Αυτό που παρατήρησα είναι πως στα δύο ποιοτικά modes τα περιβάλλοντα ήταν καθαρά, λεπτομερή με φωτισμό που έδινε μια καταθλιπτική αλλά ταιριαστή νότα στην Athia ενώ τα μοντέλα των χαρακτήρων άφηναν μια μικτή εικόνα. Πιο συγκεκριμένα, στα cutscenes παρατηρούμε στοιχεία όπως τρίχες ή εφέ να αφήνουν pixels ή μια “τραχειά” εικόνα που κάνει αντίθεση με τις λείες επιφάνειες του περιβάλλοντος. Τις στιγμές που χαρακτήρες συνομιλούν, τα πρόσωπά τους είναι ανέκφραστα με τα χείλια τους να είναι τα μόνα που κινούνται ενώ τα textures τους παρουσιάζονται αρκετά αλλοιωμένα. Δεν είναι το next-gen παιχνίδι που πολύ περίμεναν αλλά δεν είναι και άσχημο.
Το άσχημο όμως εδώ εντοπίζεται στην απόδοση του παιχνιδιού ακόμα και στο PS5. Το optimization που έχει γίνει μας αφήνει να ζητάμε ακόμα περισσότερα, αφού ακόμα και στο performance mode θα δούμε αισθητές πτώσεις στα καρέ (από 60 στα 45 ή ακόμα χαμηλότερα), κολλήματα και ενίοτε artifacts που διαστρευλώνουν την εμπειρία μας. Ακόμα και με το DSR ενεργοποιημένο θα δούμε τα καρέ να «βουτάνε» στον πάτο και αλλοιώνουν την γενικότερη εικόνα την στιγμή που τα εφέ γεμίζουν την οθόνη μας ασταμάτητα. Απ΄ότι έχω ακούσει, η κατάσταση στα PC δεν είναι καλύτερη αφού ακόμα και τα μενού φαίνεται να έχουν πρόβλημα. Ελπίζοντας πως η SE θα λανσάρει κάποια επιδιορθωτική ενημέρωση θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πως η εταιρεία θα αντιμετωπίσει τα παραπάνω προβλήματα.
Σε γενικές γραμμές, αυτό είναι το Forspoken. Ένα απογοητευτικό, μέτριο παιχνίδι που δεν δικαιολογεί το marketing και το ‘hype’ που επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί γύρω από αυτό. Ο καταθλιπτικός κόσμος, η ιστορία που μοιάζει βγαλμένη από κάποιο κακό show της Marvel, μια πρωταγωνίστρια που ενώ δίνει μια ανθρώπινη χροιά παραμένει εκνευριστική ή αδιάφορη και η προβλέψιμη ιστορία καθιστούν τον νέο τίτλο της Square Enix έναν τίτλο που δεν αξίζει την θέση στο Backlog μας.



Ευχαριστούμε πολύ την εκδότρια εταιρεία για την παραχώρηση του παιχνιδιού.