Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε σαν έντονη παιδική ανάμνηση τους Power Rangers. Ειδικά όσοι μεγαλώσαμε στα 90s θυμόμαστε τους εαυτούς μας να καθόμαστε μπροστά στη τηλεόραση τα Σαββατοκύριακα και να βλέπουμε τις περιπέτειες τους μέσα από τη συχνότητα του ANT1. Η νεανική ηρωική ομάδα που αψηφούσε το κίνδυνο και αντιμετώπιζε τη κάθε απειλή δεν έπαυε στιγμή να μας συναρπάζει. Μπορεί με το πέρασμα των χρόνων ο αντίκτυπος τους να μην είναι τόσο δυνατός όπως κάποτε, παρ’όλα αυτά δεν παύουν να κατέχουν μια σημαντική θέση στις καρδιές μας.
Η Digital Eclipse έρχεται λοιπόν, στα πλαίσια ενός retro beat ‘em up παιχνιδιού, να διεισδύσει στο νοσταλγικό αυτό κομμάτι που κρύβουμε μέσα μας. Έχοντας άλλωστε στο βιογραφικό της το Teenage Mutant Ninja Turtles: The Cowabunga Collection του 2022, δείχνει ικανή να μεταφέρει την αύρα των 90s στο σήμερα.
Η ιστορία μας ξεκινά με τη Robo-Rita Repulsa να επιστρέφει στο παρελθόν για να συμμαχήσει με το νεότερο εαυτό της και να κατατροπώσει τους Power Rangers στην απαρχή τους. Για όσους έχουν παρακολουθήσει τη ταινία Mighty Morphin Power Rangers: Once & Always του 2023, η συγκεκριμένη πλοκή θα τους φανεί γνώριμη. Στη βάση της η ιστορία μας αποτελεί ένα what-if σενάριο, τι θα συνέβαινε αν η Robo-Rita κατάφερνε να γυρίσει στο παρελθόν.
Ο τρόπος με τον οποίο δομείται η ιστορία του Mighty Morphin Power Rangers: Rita’s Rewind θυμίζει κατά πολύ τη δομή της σειράς. Οι ήρωες καλούνται σε κάθε επεισόδιο να αντιμετωπίσουν μια στρατιά από Putties που θα στείλει στο δρόμο τους η Robo-Rita, ώστε να καταλήξουν στην εκάστοτε μάχη με τον αντίστοιχο villain. Μέσα λοιπόν από το story mode ταξιδεύουμε στις πρώτες περιπέτειες των ηρώων μας και ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε αυτό το ταξίδι είναι κάτι παραπάνω από απολαυστικός. Η Digital Eclipse χρήζει πολλών συγχαρητηρίων σε αυτό το κομμάτι καθώς σε κάθε σημείο της ιστορίας έχει αποδοθεί μέχρι και η παραμικρή λεπτομέρεια από τη σειρά των 90s.

Οι χαρακτήρες που συναντάμε και ο τρόπος που αλληλεπιδρούμε μαζί τους, ο τρόπος που μάχονται οι ήρωες μας,το iconic Juice Bar όπου αράζουν μεταξύ των αποστολών, τα collectibles, όλα αυτά μας μεταφέρουν άρτια το πνεύμα της σειράς. Ακόμα και οι τίτλοι των in-game επεισοδίων αποτελούν αναφορές στους αντίστοιχους τίτλους της τηλεοπτικής σειράς.
Όμως, παρ’όλη τη προσοχή και τη λεπτομέρεια που έχει δοθεί στο story mode, η διάρκεια του είναι απογοητευτικά μικρή. Κυριολεκτικά η ιστορία του παιχνιδιού μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα σε 2-3 ώρες, με τη πιθάνοτητα να χρειαστεί μία ώρα παραπάνω σε περίπτωση που κάποιος θελήσει να βρει όλα τα collectibles. Το εν λόγω παράπονο δεν έγκειται αυστηρά μόνο στον αριθμό των ωρών αλλά και στην ελάχιστη δυνατή χρήση του lore από τους developers. Τα γεγονότα του παιχνιδιού καλύπτουν οριακά το μισό της πρώτης σεζόν της τηλεοπτικής σειράς και πραγματικά αφήνει την αίσθηση μιας χαμένης ευκαιρίας για ένα πιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα.
Με το που ξεκινάει το παιχνίδι επιλέγουμε τον ήρωα της αρεσκείας μας και ξεχυνόμαστε στη μάχη. Ο κάθε Ranger έχει τη δυνατότητα, μέσω ενός απλοϊκού gameplay συστήματος, να πραγματοποιήσει μια σειρά από basic, aerial και grab attacks και dodges μέσω backflips. Σε περίπτωση που καταφέρουμε να χτίσουμε μεγάλα combos φορτίζεται μία ειδική μπάρα, χάρη στην οποία μπορούμε να εξαπολύσουμε ένα limited-use special attack. Παρά το γεγονός ότι όλοι οι ήρωες είναι ακριβώς ίδιοι σε θέμα χειρισμού, τα μοναδικά animations του καθενός, τα “γεμάτα” sound effects και τα χαρακτηριστικά εφέ (σπίθες) που εμφανίζονται σε κάθε χτύπημα καθιστούν την gameplay εμπειρία άκρως διασκεδαστική. Πολύ μικρό αγκάθι σε όλο αυτό αποτελεί η αδυναμία αλλαγής Ranger κατά τη διάρκεια του playthrough μας. Για να αλλάξουμε ήρωα θα πρέπει να βγούμε στο κεντρικό μενού και να ξαναεπιλέξουμε το story mode ώστε να μας ξαναδωθεί η δυνατότητα επιλογής.

Φτάνοντας προς στο τέλος κάθε επεισοδίου θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τον εκάστοτε villain που έχει στείλει η Robo-Rita. Νικώντας τον θα οδηγήθουμε στη πορεία, ανάλογα τη περίπτωση, σε διαφορετικά gameplay segments. Σε μερικά θα οδηγούμε τη μοτοσυκλέτα μας και θα κυνηγάμε Putties και θα καταστρέφουμε οχήματα ενώ σε άλλα θα χειριζόμαστε το αντίστοιχο Dinozord μας και θα κυνηγάμε τον μεγεθυμένο villain.
Τα Dinozord segments συγκεκριμένα, αν και ευπρόσδεκτα καθώς προσφέρουν ποικιλία στο gameplay, παρουσιάζουν αδικαιολόγητα spikes στη δυσκολία τους. Κατά το playthrough μου υπήρχαν στιγμές που η οθόνη γέμιζε ασφυκτικά από εχθρούς και εμπόδια και ως αποτέλεσμα κάθε άστοχο άλμα ή χτύπημα κόστιζε σημαντικά στο health bar μου. Το μαναδικό Dinozord που έχει πλεονέκτημα έναντι των άλλων σε αυτά τα segments είναι το Pterodactyl Dinozord (ροζ) καθώς πετάει και έχει τη δυνατότητα να αποφεύγει πολλά από αυτά τα εμπόδια. Συνεπώς σε πολλά σημεία η χρήση του κρίθηκε επιτακτική ώστε να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείψει από το παιχνίδι το iconic Megazord. Με το που ολοκληρώσουμε το level με το Dinozord μας, εκείνο θα ενωθεί με τα υπόλοιπα για να σχηματίσουν το γιγαντιαίο ρομπότ. Σε αυτό το σημείο δυστυχώς έρχεται ίσως και η μεγαλύτερη απογοήτευση του παιχνιδιού.

Στα συγκεκριμένα segments αναλαμβάνουμε τον έλεγχο του Megazord από πρώτου προσώπου οπτική. Από εκεί μπορούμε είτε να πλησιάσουμε το boss και να το χτυπήσουμε με γροθιές είτε να αποφύγουμε τις επιθέσεις του στρίβοντας δέξια ή αριστερά. Με τα χτυπήματα μας φορτίζουμε τις μπάρες του σπαθιού μας και όταν φορτίσουν όλες εμφανίζεται το σπαθί με το οποίο θα δώσουμε το τελειωτικό χτύπημα.
Δυστυχώς, ο χειρισμός του Megazord είναι τόσο βαρύς και περιοριστικός που ουσιαστικά αναλωνόμαστε να κινούμαστε προς τρεις κατευθύνσεις και να επαναλαμβάνουμε συνεχώς τις ίδιες ενέργειες μέχρι να φορτίσουμε το σπαθί. Επιπλέον έχει γίνει η αξιοπερίεργη επιλογή από το studio να μην μπορούμε να χάσουμε με το Megazord, όσα χτυπήματα και αν δεχτούμε. Η μοναδική συνέπεια που υπάρχει σε αυτή τη περίπτωση είναι να αδειάσει η μπάρα που φορτίζαμε και να χρειαστεί να ξαναεπαναλάβουμε όλη τη διαδικασία μέχρι να τη ξαναγεμίσουμε. Αν αναλογιστεί κανείς ότι η εμφάνιση του Megazord στη τηλεοπτική σειρά σήμαινε την επική κορύφωση της εκάστοτε μάχης, γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο απογοητευτική είναι αυτή η υλοποίηση.
Στο τεχνικό τομέα του το παιχνίδι δείχνει πανέμορφο, με τους χαρακτήρες και τα περιβάλλοντα να είναι καλοσχεδιασμένα και τα χρώματα να δίνουν μια λαμπρή retro ζωντάνια. Τα animations είναι ξεχωριστά για τον κάθε ήρωα και καθαρά, κάνοντας τις κινήσεις και τις επιθέσεις του καθενός ευδιάκριτες και οπτικά χορταστικές.
Εκεί όμως που αξίζει να γίνει ειδική αναφορά είναι στη μουσική του τίτλου. Η Digital Eclipse φρόντισε να χρησιμοποιήσει γνωστά θέματα από το κλασσικό soundtrack της τηλεοπτικής σειράς, προσδίδοντας μία νοσταλγική αίσθηση καθόλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ακόμα και στο προαναφερθέν segment με το Megazord, η χρήση του opening theme της σειράς (“Go Go Power Rangers”) βελτιώνει κατά πολύ την αίσθηση που αφήνει το gameplay.

Το Mighty Morphin Power Rangers: Rita’s Rewind αποτελεί μία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση παιχνιδιού. Από τη μία έχουμε την ολοφάνερη αγάπη του studio για το source material, η οποία μεταφράζεται σε κάθε πτυχή του τίτλου. Το βασικό beat ‘em up gameplay του, αν και απλοϊκό στη βάση του, είναι πολύ διασκεδαστικό και σε συνδυασμό με τις οπτικές και ακουστικές προσθήκες της σειράς των 90s, χαρίζει μία αληθινή Power Rangers εμπειρία. Από την άλλη όμως η υπερβολικά μικρή του διάρκεια και μερικές άστοχες σχεδιαστικές επιλογές στα υπόλοιπα segments του το εμποδίζουν από το να φτάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του.
Ευχαριστούμε την εκδότρια εταιρεία για την παραχώρηση του Review Code του παιχνιδιού.


