Home MoreCommunity Blog Πως το gaming έπαψε να με ευχαριστεί και πως ξαναβρήκα τη μαγεία του

Πως το gaming έπαψε να με ευχαριστεί και πως ξαναβρήκα τη μαγεία του

Γράφει ο/η Blog Community

Το Joystick.com.gr δίνει την ευκαιρία στους αναγνώστες του να γίνουν αρθρογράφοι δημοσιεύοντας τις απόψεις τους και o Μιχάλης Μουζακίτης εξιστορεί τo ταξίδι του στον κόσμο του gaming, το φαινόμενο των Social Media αλλά και την “παγίδα” του online gaming μέσα από το βίωμα του.

Παίζω βιντεοπαιχνίδια από πολύ μικρή ηλικία. Η πρώτη μου κονσόλα ήταν το Sega Master System II, πίσω στο 1995, όταν ήμουν έξι ετών. Ακολούθησε το πρώτο Playstation το 1999, το Xbox το 2003 και το πρώτο μου PC το 2006. Τότε ήταν που άρχισε πραγματικά να ανοίγει ο κόσμος του gaming για μένα – ειδικά όταν ανακάλυψα τα online παιχνίδια.

Τίτλοι όπως το League of Legends (2012) και το Hearthstone (2014) κατανάλωσαν αμέτρητες ώρες από τα νιάτα μου. Για να είμαι δίκαιος, γνώρισα και ανθρώπους μέσα από αυτά τα παιχνίδια, κάποιοι από τους οποίους εξακολουθώ να έχω επαφή και σήμερα, το 2025. Για αυτό τουλάχιστον είμαι ευγνώμων. Αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτά τα χρόνια είχαν κόστος.

Το 2018 αγόρασα ένα PS4 Pro, ενώ είχα χάσει τελείως την επαφή μου με τις κονσόλες και δεν ήξερα καν την ύπαρξη των “Pro” κόνσολών. Το μόνο που ήθελα ήταν να ξεφύγω από τον τοξικό βρόχο του online gaming. Το 2022 πήρα και το PS5, όπου ξεκίνησα και το trophy hunting και κάπου εκεί ξεκίνησε μια μικρή αλλά σημαντική αλλαγή.

Το 2024 ήρθε η συνειδητοποίηση του προβλήματος: δεν ευχαριστιέμαι τη στιγμή που θα κάτσω στον καναπέ και θα πιάσω το χειριστήριο στα χέρια μου. Το 2025, στις αρχές της χρονιάς, άρχισα να αναρωτιέμαι τι μπορεί να φταίει και μετά από αρκετή σκέψη και μια “δοκιμή” ακολούθησαν τα παρακάτω.

Το Κρυφό Κόστος του Online Gaming

Από προσωπική εμπειρία το online gaming -ειδικά παιχνίδια όπως το LoL και το Hearthstone– επηρέασε αρνητικά τη σχέση μου με τα games συνολικά. Ναι, έκανα κάποιες φιλίες αλλά παράλληλα έχασα μερικούς από τους σπουδαιότερους single player τίτλους της εποχής: The Last Of Us, Uncharted, God Of War, Dark Souls, Mass Effect και άλλους. Δεν ήμουν εκεί για να τα ζήσω.

Ακόμη το online gaming με εκπαίδευσε να παίζω χωρίς πραγματική παρουσία. Για χρόνια έπαιζα μιλώντας σε voice calls, ακούγοντας μουσική ή έχοντας streams στο backround. Δεν ήμουν μέσα στα παιχνίδια, απλώς τα λειτουργούσα.

Έτσι όταν κάθισα πρώτη φορά ξανά σε κονσόλα το 2018, ένιωσα άβολα. Δυσκολευόμουν να συγκεντρωθώ στην ιστορία, ζητούσα συνεχώς κάποιον θόρυβο γύρω μου με αποτέλεσμα να επιστρέφω στο online gaming ανά περιόδους έως το 2022 που το σταμάτησα τελείως.

Αυτό καθιστούσε αδύνατο να απολαύσω παιχνίδια με αφηγηματικό βάθος – έχανα κομβικά σημεία, συναισθηματικές στιγμές, ολόκληρα story arcs. Ακόμα κι όταν είχα ελεύθερο χρόνο, έπαιζα με έναν μηχανικό, αποστασιοποιημένο τρόπο. Δεν καταλάβαινα καν πόσο είχα απομακρυνθεί από την ουσία του gaming.

Υπερκατανάλωση περιεχομένου και το φαινόμενο των social

Ζούμε σε μια εποχή όπου τα social media είναι παντού — και φυσικά, και στον χώρο του gaming. Video essays, reviews, reels, shorts, reactions, hot takes. Όλοι έχουν κάτι να πουν — κι όχι πάντα κάτι που αξίζει.

Gamers και content creators τρέχουν να ανεβάσουν περιεχόμενο για κάθε νέο παιχνίδι, ακόμα και πριν αυτό κυκλοφορήσει. Streams, θεωρίες, “τι ΠΡΕΠΕΙ να ξέρεις”, “πράγματα που μακάρι να ήξερα πριν ξεκινήσω” — και όλος αυτός ο “θόρυβος” δημιουργεί ένα hype που απλώς δεν αντέχεται. Συχνά βασίζεται σε διαρροές ή trailers που αναλύονται frame-by-frame.

Μέχρι να κυκλοφορήσει το παιχνίδι, έχεις ήδη δει τόσο πολλά για αυτό, που έχει χαθεί η μαγεία. Αυτό μου συνέβη με το Elden Ring. Αν και ανυπομονούσα, η υπερκάλυψη με εξουθένωσε. Και με έκανε να μην το τελειώσω καν — το παράτησα αμέσως. Όχι για τη δυσκολία του, αλλά επειδή η υπερκατανάλωση περιεχομένου με έκανε να βαριέμαι να το παίξω.

Αντίθετα, με το Clair Obscur: Expedition 33, απέφυγα κάθε βίντεο, άρθρο και tweet. Είδα μόνο το trailer — και αυτό ήταν όλο. Όταν το έπαιξα, ένιωσα πως ήταν καθαρό. Χωρίς προσδοκίες, χωρίς spoilers, χωρίς meta. Μόνο εγώ και το παιχνίδι.

Για να είμαι ξεκάθαρος: δεν λέω να μην βλέπετε περιεχόμενο ή να μην στηρίζετε creators. Το αντίθετο — υπάρχουν εξαιρετικοί δημιουργοί εκεί έξω που αγαπούν και σέβονται το μέσο. Η δουλειά τους αξίζει προσοχή. Το πρόβλημα είναι όταν βλέπουμε όλους να λένε τα ίδια, ξανά και ξανά, με μικρές παραλλαγές. Ένα ανακυκλωμένο info overload που κουράζει.

Η δική μου συμβουλή; Βρείτε 1–2 δημιουργούς που σας εμπνέουν, που νιώθετε ότι κάτι σας δίνουν. Μείνετε εκεί. Μην παρακολουθείτε τους πάντες. Και κυρίως, προσπαθήστε να ζήσετε το παιχνίδι πρώτα, προτού βουτήξετε στη διαδικτυακή κουβέντα. Αυτό με βοήθησε να ξαναβρώ τη μαγεία.

Μην ξεχνάμε πως οι 35+ ανήκουμε στο gaming κοινό όπου, όταν ήμασταν μικροί, η πληροφορία μας ερχόταν από μηνιαία περιοδικά. Οι συζητήσεις γίνονταν στο σχολείο, για το πώς κάποιος κατάφερε να περάσει κάτι. Κουβαλούσαμε memory cards με τα saves μας στο σπίτι φίλου για να περάσουμε μαζί το σημείο που είχαμε κολλήσει. Αν χρειαζόμασταν οδηγό, ίσως κυκλοφορούσε στο τεύχος του επόμενου μήνα.

Trophy Hunting: Η Επόμενη Παγίδα

Το 2022, με το που απέκτησα το PS5, μπήκα στον κόσμο του trophy hunting. Ακόμα δεν ξέρω ακριβώς το γιατί. Έφτιαξα νέο λογαριασμό, αποκλειστικά για πλατίνες.

Πολύ γρήγορα άρχισα να αποφεύγω παιχνίδια με online τρόπαια (αν οι servers ήταν κλειστοί), διάλεγα τι να παίξω με βάση το πόσο εύκολα είναι τα trophies, έβλεπα walkthroughs που μου κατέστρεφαν την ιστορία, και έπαιζα απλώς για να τσεκάρω tasks. Και πάλι, χρειαζόμουν κάποιον θόρυβο στο background για να αντέξω το grind.

Το trophy hunting, που νόμιζα ότι θα ήταν μια διασκεδαστική πρόκληση, μετέτρεψε το gaming σε λίστα υποχρεώσεων. Έγινε δουλειά. Και έτσι, άλλη μια φορά, έπαιζα χωρίς χαρά.

Μια Σπίθα Ελπίδας

Με τον καιρό, σταμάτησα να ευχαριστιέμαι τα games. Το trophy hunting τα έκανε αγγαρεία. Το online μου κατέστρεψε τη συγκέντρωση. Τα social media μου έκλεψαν τη μαγεία.

Και τότε ήρθε το Clair Obscur: Expedition 33. Το έπαιξα με άλλη νοοτροπία: χωρίς content, χωρίς spoilers, χωρίς περισπασμούς. Αγόρασα ένα καλό ζευγάρι ακουστικά και αφιέρωσα 2–3 ώρες απερίσπαστης παρουσίας.

Και το παιχνίδι με απορρόφησε.

Έπιασα τον εαυτό μου να παίζει 4–5 ώρες συνεχόμενα, απόλυτα συγκεντρωμένος. Ήμουν εκεί. Δεν κυνηγούσα τίποτα. Δεν κοίταζα τρόπαια. Απλώς έπαιζα. Και το ευχαριστιόμουν.

Όταν το τελείωσα, διάλεξα να πάω για πλατίνα — επειδή το ήθελα, όχι επειδή “έπρεπε”.

Και για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, ένιωσα ξανά τη σπίθα.

Η συντακτική ομάδα θα διαβάζει και θα αξιολογεί τα κείμενα που θα μας στέλνετε στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Joystick (jimmy.gigas@joystick.com.gr) . Και τα καλύτερα κείμενα θα δημοσιεύονται καθημερινά στο joystick community blog.

You may also like