Home ReviewsGame Reviews Sand Land Review | Ένα όμορφο ταξίδι μετ’εμποδίων

Sand Land Review | Ένα όμορφο ταξίδι μετ’εμποδίων

Γράφει ο/η Κώστας Παπαδόπουλος

Ο Akira Toriyama αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους δημιουργούς στην ιστορία των Ιαπωνικών manga, με το έργο του να διαμορφώνει και να μεγαλώνει πληθώρα γενεών. Αν και κυρίως γνωστός για τη δουλειά του στο Dragon Ball, o ίδιος δημιούργησε και άλλα project τα οποία άφησαν τη δική τους σφραγίδα. Ένα από αυτά είναι και το Sand Land.

Το Sand Land έλαβε σημαντικής αναγνώρισης από το manga κοινό με τη πάροδο των χρόνων, γεγονός που οδήγησε στη κυκλοφορία anime σειράς καθώς και στο ομώνυμο open world action rpg παιχνίδι. Ο θάνατος του Toriyama το Μάρτιο σκόρπισε θλίψη παγκοσμίως και σαν συνέπεια η κυκλοφορία του παιχνιδιού Sand Land απέκτησε μεγαλύτερο συναισθηματικό ενδιαφέρον. Πρόκειται άλλωστε για το τελευταίο project, βασισμένο στο έργο του, που αναπτύχθηκε όσο εκείνος ήταν εν ζωή.

Η ιστορία του Sand Land μας μεταφέρει στην ομώνυμη χώρα όπου, μετά από ανθρώπινη παρέμβαση, υπάρχει έντονο φαινόμενο λειψυδρίας. Η χώρα στη κυριολεξία αποτελεί μία τεράστια έρημο όπου το νερό έχει σχεδόν εξαφανιστεί και οι συνθήκες διαβίωσης λόγω αυτού έχουν γίνει δυσκολότερες για τον άνθρωπο. Ο άπληστος βασιλιάς της χώρας εκμεταλλευόμενος τη κατάσταση διαθέτει προς πώληση μερίδια της προσωπικής του παροχής νερού για μεγάλα χρηματικά ποσά. Αυτό αναγκάζει τους πολίτες της Sand Land να αρχίζουν να ληστεύουν ο ένας τον άλλον για νερό και χρήματα.

Πέρα από τους ανθρώπους στη Sand Land κατοικούν και δαίμονες, οι οποίοι έχουν σχηματίσει τη δική τους κοινότητα και κατοικούν σε ένα κομμάτι της χώρας. Εκεί γνωρίζουμε τον πρωταγωνιστή μας τον Beelzebub, τον νεαρό πρίγκηπα των δαιμόνων και γιο του βασιλιά Lucifer. Ο Beelzebub παρά τη δαιμονική του υπόσταση είναι ένας έφηβος που επιζητά μια σχετική αρμονία στη ζωή του και που λατρεύει τα video games. Στο πλευρό του έχει τον Thief ο οποίος τον συμβουλεύει σε κάθε βήμα του.

Όλα θα αλλάξουν όταν μια μέρα θα εμφανιστεί στο χωριό των δαιμόνων ο σερίφης Rao, αγανακτισμένος από την απληστία του βασιλιά, ζητώντας τη βοήθεια των δαιμόνων για να ανακαλύψουν τη Θρυλική Πηγή και να λύσουν το πρόβλημα της λειψυδρίας. Ο Beelzebub δέχεται να βοηθήσει και έτσι μαζί με τους Rao και Thief ξεκινά τη περιπέτεια του.

Η πρόκληση για κάθε παιχνίδι που βασίζεται σε manga/anime είναι, εκτός από το να καταφέρει να μεταφέρει αυτούσια την αίσθηση του εκάστοτε πρωτότυπου υλικού, να δώσει και ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα σε όλους τους τομείς του.

Στο κομμάτι της μεταφοράς από το manga το παιχνίδι επιτυγχάνει άριστα το στόχο του. Η ιστορία του Sand Land έχει αποδοθεί εξαιρετικά στη gaming δομή του τίτλου και το artstyle αποδίδει πιστά το πρωτότυπο υλικό του Toriyama. Από την απεικόνιση των χαρακτήρων, των οχημάτων και του ευρύτερου κόσμου φαίνεται ξεκάθαρα η σφραγίδα των σχεδίων του σπουδαίου δημιουργού. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για ένα από τα ομορφότερα manga/anime παιχνίδια που έχουν κυκλοφορήσει.

Το παιχνίδι μας δίνει την επιλογή ανάμεσα σε αγγλικά και ιαπωνικά voice overs. Αν και στις δύο περιπτώσεις ακούγονται εξαιρετικές ερμηνείες από το κάθε voice cast, προσωπικά επέλεξα να παίξω το παιχνίδι με τα ιαπωνικά voice overs καθώς προσδίδουν ακόμα περισσότερη πιστότητα στο κόσμο του παιχνιδιού. Είναι και η επιλογή που συνιστώ ανεπιφύλαχτα για όποιον θελήσει να ασχοληθεί με το τίτλο.

Περνώντας τώρα στη gaming δομή του τίτλου δυστυχώς παρατηρούμε έντονη ανισσοροπία ανάμεσα στα στοιχεία που το απαρτίζουν.

Το gameplay του παιχνιδιού χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: σε gameplay με τη χρήση οχημάτων και σε gameplay με τον Beelzebub πεζό. Τόσο ο ίδιος ο Beelzebub όσο και τα οχήματα έχουν level system, με την αύξηση των levels να έρχεται μέσα από επιτυχείς μάχες και αναβαθμίσεις.

Μέσα από το παιχνίδι αναλαμβάνουμε να χειριστούμε μία μεγάλη ποικιλία οχημάτων, ξεκινώντας από το εμβληματικό tank και προχωρώντας στη πορεία και στα υπόλοιπα. Στο κάθε όχημα έχει δοθεί η πρέπουσα προσοχή ώστε ο χειρισμός τους να ανταποκρίνεται στη μοναδικότητα του καθενός. Αυτό καθιστά την επιλογή του οχήματος που θα χρησιμοποιήσουμε σημαντική καθώς άλλο όχημα θα χρησιμοποιήσουμε στη μάχη και άλλο για να διανύσουμε μεγάλες αποστάσεις με μεγάλη ταχύτητα. Είτε όμως πρόκειται για μετακίνηση είτε για μάχη, η αίσθηση χειρισμού των οχημάτων είναι πλήρως απολαυστική δίνοντας στο παίχτη την ανάλογη αίσθηση έντασης και ευελιξίας.

Πέρα από το gameplay των οχημάτων έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση και στο customization τους, τόσο μηχανικά όσο και εμφανισιακά. Μαζεύοντας επαρκείς πόρους μπορούμε να προχωρήσουμε σε αναβαθμίσεις οι οποίες θα ανεβάσουν level το όχημα μας και σε προσθήκες εξαρτημάτων που θα του δώσουν επιπλέον abilities. Σχεδόν κάθε κομμάτι των οχημάτων μπορεί να αναβαθμιστεί ή να αντικατασταθεί με κάποιο άλλο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το cosmetic customization προσφέρει τεράστια ελευθερία στη δημιουργία οχήματος όπως ακριβώς το επιθυμούμε.

Προχωρώντας στο χειρισμό του ίδιου του Beelzebub, τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Λόγω της δαιμονικής του υπόστασης ο Beelzebub διαθέτει υπερφυσική δύναμη, καθιστώντας τον πολύ αποτελεσματικό στη μάχη σώμα με σώμα. Ο Beelzebub μπορεί να εκτελέσει light, heavy και special attacks καθώς και dodge για αποφυγές εισερχόμενων επιθέσεων. Για να συμπληρωθεί το combat system υπάρχει και η δυνατότητα προσθήκης skills, τόσο στον Beelzebub όσο και στους side characters, αποκτώντας skill points σε κάθε αύξηση level.

Δυστυχώς όσο ευχαριστή και αν είναι η αίσθηση του combat system, η έλλειψη πρόκλησης από τη μεριά των εχθρών μειώνει σε μεγάλο βαθμό την ευχαρίστηση της μάχης. Η AI δεν ανταποκρίνεται σε ανταγωνιστικό επίπεδο με αποτέλεσμα οι εχθροί απλά να στέκονται και να περιμένουν αρκετή ώρα μέχρι να επιτεθούν, αφήνοντας μας μεγάλο παράθυρο να επιτεθούμε εμείς πρώτοι, και ακόμα όταν φτάσουν στο σημείο να επιτεθούν να “τηλεγραφούν” τόσο έντονα τις επιθέσεις τους που είναι πανεύκολο να τις αποφύγουμε. Όλο αυτό καθιστά την εμπειρία της μάχης διαδικαστική.

Για να γίνει ακόμα χειρότερο το παιχνίδι φροντίζει σε αρκετά σημεία να ενσωματώσει stealth segments. Σε αυτά τα σημεία του παιχνιδιού ο Beelzebub καλείται να διασχίσει δωμάτια/περιοχές χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας εχθρός. Ξεκινώντας λοιπόν παρατηρούμε τους εχθρούς να πραγματοποιούν προκαθορισμένες πορείες μέσα στο χώρο. Από τη μεριά μας χειριζόμενοι τον Beelzebub το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περπατήσουμε πολύ αργά και να βρεθούμε ακριβώς πίσω από τον κάθε εχθρό ώστε να εκτελέσουμε stealth takedown. Κυριολεκτικά δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος για να προσεγγίσουμε τις συγκεκριμένες καταστάσεις καθώς το παιχνίδι σε αυτά τα σημεία δεν μας αφήνει να κάνουμε κάτι άλλο. Η μεγαλύτερη απογοήτευση όμως έρχεται όταν κάποιος εχθρός μας αντιληφθεί. Σε αυτή τη περίπτωση το μόνο που συμβαίνει είναι ο εχθρός να μας δείχνει με το δάχτυλο του υποδεικνύοντας τη θέση μας στους υπόλοιπους. Μετέπειτα η εικόνα κάνει fade to black και ξαναπηγαίνουμε στην αρχή του segment, με τον ήρωα μας να λέει ξεκάθαρα ότι “με είδαν, πρέπει να είμαι πιο προσεκτικός αυτή τη φορά” αλλά τίποτα στη συμπεριφορά των εχθρών να μην αλλάζει, σαν να μην συνέβη τίποτα. Με τη προσέγγιση που επέλεξε το studio τα segments αυτά ουσιαστικά γίνονται trial and error που απλά πρέπει με τη κάθε προσπάθεια να μάθουμε ποια είναι η σωστή πορεία ώστε να διασχίσουμε τo συγκεκριμένο δωμάτιο/περιοχή. Σε κανένα σημείο του παιχνιδιού δεν δικαιολογήθηκε η προσθήκη του stealth συστήματος.

Πέρα από τα main missions το παιχνίδι μας δίνει και side quests τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα στο χάρτη, δίνοντας μας έτσι αφορμή να τον εξερευνήσουμε. Δυστυχώς όμως, ενώ ο βασικός σκοπός της πλειοψηφίας τους είναι πολύ ευχάριστος (για αποφυγή spoiler δεν θα αναφερθεί), η δομή τους ουσιαστικά παραπέμπει σε “αγγαρείες” όπου μας ζητείται συνεχώς να νικήσουμε ένα συγκεκριμένο αριθμό εχθρών ή να μαζέψουμε κάποια συγκεκριμένα υλικά. Σε αυτό το τομέα το παιχνίδι αποτυγχάνει να δώσει νόημα σε αυτές τις αποστολές μειώνοντας κατά πολύ την διάθεση για εξερεύνηση στον κατά τ’άλλα πανέμορφο κόσμο του.

Στα τεχνικά, στην έκδοση του Xbox Series X όπου έπαιξα, το παιχνίδι έχει σταθερή απόδοση διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό σταθερά 60 fps, με μερικά σκαμπανεβάσματα να προκύπτουν αραιά και που.

You may also like