Η Άννα οδηγούσε προς την πόλη Silent Hill χωρίς να θυμάται πώς βρέθηκε στον δρόμο για εκεί. Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που το φως των προβολέων της σχεδόν εξαφανιζόταν μέσα της. Ένα βαρύ συναίσθημα την έπνιγε, σαν να κουβαλούσε μια ενοχή που δεν μπορούσε να θυμηθεί. Όταν επιτέλους έφτασε στην είσοδο της πόλης, το ραδιόφωνο άρχισε να βγάζει παράσιτα, και ο κινητήρας του αυτοκινήτου της εντελώς ξαφνικά σταμάτησε. Ξαφνικά άραγε;
Αναγκασμένη να συνεχίσει με τα πόδια, η Άννα πέρασε μέσα από τους άδειους δρόμους και άκουγε βήματα που δεν ήταν δικά της. Κάθε βήμα την έκανε να νιώθει σαν να την παρακολουθούσε κάποιος που δεν μπορούσε να δει. Η πόλη έμοιαζε εγκαταλελειμμένη, αλλά υπήρχε κάτι ζωντανό εκεί. Κάτι που περίμενε. Κάτι που δεν πήρε ποτέ τα μάτια του από πάνω της.
Σύντομα έφτασε σε ένα ξενοδοχείο που φαινόταν παράξενα οικείο. Σαν να είχε βρεθεί εκεί παλιά. Σε κάποιο όνειρο ίσως;
Στο λόμπι, το εκκρεμές ενός ρολογιού αιωρούταν αργά, λες και ο χρόνος κυλούσε πιο αργά εδώ, ενώ οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από παλιές φωτογραφίες ανθρώπων με κενά βλέμματα. Όταν κοίταξε πιο προσεκτικά, πρόσεξε πως σε μια φωτογραφία βρισκόταν και η ίδια, κρατώντας το χέρι ενός μικρού αγοριού. Κάτι μέσα της έσπασε, γνώριζε το αγόρι, αυτός ήταν, αλλά η ανάμνηση ήταν θολή, σαν σκιά που ξεγλιστρούσε από τη σκέψη της.
Με έναν κόμπο στο στομάχι, προχώρησε πιο βαθιά στο ξενοδοχείο. Κάθε πόρτα την οδηγούσε σε δωμάτια που άλλαζαν μορφή. Ένα ήταν γεμάτο παιδικά παιχνίδια, σκορπισμένα σαν να τα είχε εγκαταλείψει κάποιος βιαστικά. Ένα άλλο ήταν σκεπασμένο με λεκέδες αίματος και άκουγε ήχους κλάματος από το βάθος. Οι τοίχοι, πνιγμένοι στην αποσύνθεση του χρόνου, έμοιαζαν σαν να ήταν ζωντανοί και να αναπνέουν αργά, δίνοντας την αίσθηση ότι κάτι καταραμένο να είχε συμβεί εδώ.
Σε ένα δωμάτιο με έναν τεράστιο καθρέφτη, η Άννα στάθηκε παγωμένη. Το είδωλό της την κοιτούσε, αλλά η αντανάκλασή της δεν ακολουθούσε τις κινήσεις της. Το είδωλο της χαμογέλασε με έναν διαστροφικό τρόπο, και τότε η φωνή του ακούστηκε ψιθυριστά:
“Ήρθες για να θυμηθείς, Άννα. Δεν μπορείς να τρέχεις από την αλήθεια για πάντα. Αυτή την φορά δεν θα σε αφήσουν οι τύψεις και εμείς να την γλυτώσεις”.
Οι αναμνήσεις την κατέκλυσαν με ορμή. Είδε τον εαυτό της να κάθεται σε ένα αυτοκίνητο, με το μικρό αγόρι δίπλα της, ήταν ο γιος της. Οδηγούσε απερίσκεπτα, τυφλωμένη από θυμό και θλίψη, και σε μια απότομη στροφή, εκείνα τα δευτερόλεπτα που δεν πρόσεξε, κατέληξαν σε ένα ατύχημα. Εκείνη επιβίωσε. Το παιδί της όχι. Η Άννα δεν είχε μπορέσει ποτέ να αντιμετωπίσει την αλήθεια, και η ενοχή της την είχε φέρει στη Silent Hill, την πόλη που καθρεφτίζει τις ψυχές των ανθρώπων. Την πόλη που δεν συγχωρεί.
Ξαφνικά, ο καθρέφτης ράγισε και το είδωλό της άπλωσε το χέρι, τραβώντας την μέσα με βία. Βρέθηκε σε έναν κόσμο γεμάτο τέρατα με μορφές παιδιών, που την κατηγορούσαν με ψίθυρους. «Με σκότωσες. Τον σκότωσες. Μας σκότωσες. ΦΟΝΙΣΣΑ». Πήγαιναν κοντά της και έτρεχαν μακριά, το ένα μετά το άλλο. Οι τοίχοι στάλαζαν σκοτάδι, και ο ήχος από μικρές φωνές ακολουθούσε κάθε της βήμα. Το φάντασμα του γιου της την κοιτούσε από μακριά, ακίνητο και ψυχρό με κενό βλέμμα, σαν αυτό στις φωτογραφίες του λόμπι.
“Συγγνώμη…” ψιθύρισε η Άννα, ίσα ίσα που οι λέξεις έφταναν στα χείλη της, πέφτοντας στα γόνατα ξεσπώντας σε λυγμούς.
Το παιδί χαμογέλασε για λίγο, αλλά μετά χάθηκε μέσα στην ομίχλη. Αυτή την καταραμένη ομίχλη, τον άρπαγα ονείρων, αναμνήσεων και ανθρώπων. Έμεινε μόνη, καταδικασμένη να περιπλανιέται αιώνια στην πόλη, προσπαθώντας να βρει μια λύτρωση που δεν θα έρθει ποτέ. Στη Silent Hill, η ενοχή δεν συγχωρείται. Απλώς αλλάζει μορφή, στοιχειώνοντας όσους δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με το παρελθόν τους.
Και η ομίχλη παρέμενε αθόρυβη,ψυχωπλακωτική, αλλά ολοζώντανη, περιμένοντας τον επόμενο χαμένο ταξιδιώτη.