Home ReviewsGame Reviews Wild Bastards | The Review

Wild Bastards | The Review

Γράφει ο/η Παναγιώτης Δημητρακόπουλος

Το Void Bastards ήταν ένα ιδιαίτερο roguelike από τη Blue Manchu που υλοποιούσε μια μοναδική αισθητική για τους χαρακτήρες, τα περιβάλλοντα και την πλειοψηφία των στοιχείων τους. Ήμασταν μέλος μιας ομάδας καταδικασμένων φυλακισμένων που έχουν αναληφθεί από μια διαστημική αποστολή για να συλλέξουν πόρους και να επιβιώσουν σε έναν επικίνδυνο, procedurally generated γαλαξία. Ο στόχος σας ήταν να εξερευνήσουμε τα διάφορα διαστημόπλοια και πλανήτες, να αντιμετωπίσουμε εξωγήινους και άλλους εχθρούς, να βρούμε πόρους και να επιβιώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο μέχρι να φτάσουμε στο τέλος της αποστολής.

Λίγα χρόνια μετά και έπειτα από κυκλοφορία σε διάφορες κονσόλες, το Wild Bastards είναι ένα παιχνίδι που επιδιώκει να λειτουργήσει ως πνευματικός διάδοχος του Void Bastard, αλλά οι δύο τίτλοι διαφέρουν σημαντικά πέρα από το όνομα. Στο Wild Bastards, συνδυάζεται η επιστημονική φαντασία με ένα Western σκηνικό, θυμίζοντας μια πιο sci-fi western εμπειρία.

Η ιστορία ακολουθεί την ομάδα των Wild Bastards, μια πρώην επικίνδυνη συμμορία που αναζητά πλούτη και λάφυρα σε διάφορα συστήματα αστέρων, μετά την εξόντωσή τους σχεδόν στο σύνολό τους από τον μεγιστάνα Jebadiah Chaste. Οι επιζώντες, Spider, Rosa και Casino, ταξιδεύουν με το σκάφος τους ονόματι The Drifter, για να βρουν και να αναβιώσουν τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας, ενώ τους καταδιώκουν οι επικίνδυνοι Chasers, παιδιά του Chaste, που στοχεύουν στην ολοκληρωτική εξόντωσή τους.

Η ιστορία του Wild Bastards δεν επεκτείνεται πολύ από την αρχή και λειτουργεί ως το απαραίτητο “καύσιμο” για να κυλήσουν τα γεγονότα και να μας δοθεί μια αφορμή για να κυνηγήσουμε και να σκοτώσουμε παρανόμους στο Άγριο Διάστημα. Ωστόσο, καθώς προοδεύουμε και αντιμετωπίζουμε πιο δύσκολες προκλήσεις, η ιστορία αρχίζει να βρίσκει τείχη, με τους διαλόγους να μειώνονται και την αφήγηση να παίρνει δεύτερο ρόλο. Σε αντίθεση με άλλα παιχνίδια του είδους, δεν έχουμε μια αφήγηση που ξεδιπλώνεται με την ολοκλήρωση ενός run αλλά μέσω του ξεκλειδώματος άλλων χαρακτήρων, αλλά ακόμα και εκεί μας αφήνει να ζητάμε κάτι παραπάνω.

Ως first-person roguelike shooter, το Wild Bastards δεν κάνει κάτι καινούργιο αφού συνδυάζει στοιχεία από άλλα του είδους. Κάθε χαρακτήρας διαθέτει διαφορετικό τύπο όπλου και ειδική ικανότητα, όπως σε ένα hero shooter, ενώ η δράση του παιχνιδιού είναι γρήγορη και έντονη, παραπέμποντας σε boomer shooters με ορισμένα στοιχεία που υπάρχουν για να ισορροπούν την ταχύτητα και την ένταση. Σε κάθε run μπορούμε να χρησιμοποιούμε δύο διαφορετικούς Bastards και να τους χρησιμοποιούμε για να είμαστε πιο αποτελεσματικοί. 

Σε μια παρόμοια φλέβα με το Into the Spire, ο χάρτης του παιχνιδιού απεικονίζεται ως διαδρομές σε χάρτη Western που αποτελούνται από “δωμάτια” γεγονότων ή αντικειμένων. Κάποια δωμάτια έχουν μάχες με εχθρούς, άλλα αποτελούν καταστήματα, ενώ υπάρχουν και σημεία με αρκετό και απαραίτητο loot. Οι μάχες είναι τα δωμάτια με την μεγαλύτερη σημασία αφού μας ανταμείβουν με νομίσματα και άλλα χρήσιμα ή μη αντικείμενα.

Το σύστημα μάχης βασίζεται σε ένα turn-based μοτίβο με τους παίκτες να έχουν περιορισμένη κίνηση και όταν αυτή εξαντληθεί, οι εχθροί ξεκινάνε τους δικούς τους γύρους. Οι κινήσεις αυτές γίνονται στον χάρτη που προαναφέραμε. Δηλαδή έχουμε τα πιόνια μας πάνω στον χάρτη και επιλέγουμε την διαδρομή που θα ακολουθήσουμε με έναν συγκεκριμένο αριθμό βημάτων. Όταν αυτά τα βήματα τελειώσουν τότε είναι η σειρά των εχθρών μας. Στην δική τους φάση, μερικοί εχθροί μπορούν να κινηθούν ενώ άλλοι παραμένουν στατικοί κυρίως σε sniper θέσεις. Όταν συναντήσουμε αυτούς τους εχθρούς στον χάρτη, θα πρέπει να προετοιμαστούμε για μια μάχη πρώτου προσώπου, όπου θα χρειαστεί να απωθήσουμε μια μικρή ομάδα.

Μπορούμε να αλλάζουμε ελεύθερα μεταξύ των δύο Bastards που έχετε επιλέξουμε και αυτή η αλλαγή γίνεται πολύ γρήγορα, σχεδόν όπως η αλλαγή όπλου σε ένα κανονικό FPS. Αυτό καθιστά την επιλογή χαρακτήρα στρατηγικό στοιχείο του παιχνιδιού ενώ η ποικιλία των όπλων αντιστοιχίζεται σε κάθε ήρωα. Κατά τη διάρκεια των φάσεων του χάρτη, θα πρέπει να επιβιώσουμε σε έναν προκαθορισμένο αριθμό γύρων πριν οι Chasers, McNeil και Francisco, μας προλάβουν, λειτουργώντας ως πιο απαιτητικές μάχες με αφεντικά. Ωστόσο, δεν πεθαίνουν μόνιμα, οπότε και θα μας ακολουθούν στον επόμενο χάρτη.

Τα όπλα μας έχουν άπειρο αριθμό πυρομαχικών αλλά πρέπει να έχουμε κατά νου το reloading και την τοποθέτησή μας στον χώρο. Επιπροσθέτως, το κύριο μέλημα είναι η υγεία, καθώς τα ιατρικά αντικείμενα κατά τη διάρκεια των μαχών δεν είναι άφθονα. Αν ένας χαρακτήρας χάσει όλη του την υγεία, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ένα tonic στο The Drifter για να τον επαναφέρουμε. Εάν όλοι οι χαρακτήρες τραυματιστούν και δεν υπάρχει τρόπος να τους αναστήσουμε τότε το run τελειώνει.

Σε κάθε run μαζεύουμε έναν αριθμό προσωρινών αλλά και μόνιμων αντικειμένων με τα πρώτα να χάνονται αν πεθάνουμε ενώ τα δεύτερα να μένουν μόνιμα στην κατοχή μας για τις επόμενες προσπάθειες. Υπάρχει επίσης το Infamy Coin, που κερδίζεται από τις μάχες και χρησιμοποιείται για την αγορά μόνιμων αναβαθμίσεων και άλλων χρήσιμων πόρων. Με την ολοκλήρωση ενός πλανητικού συστήματος και τo ξεκλείδωμα ενός Wild Bastard, θα προχωρήσουμε σε νέο σύστημα, όπου θα χάσουμε τις διάφορες προσωρινές αναβαθμίσεις και χρυσό αλλά θα μπορούμε να αξιοποιήσουμε το Infamy για αναβαθμίσεις στην αρχή της νέας περιοχής.

Αυτή είναι και η βασική επανάληψη του παιχνιδιού. Ως Roguelike καλούμαστε να ξεκλειδώσουμε αντικείμενα και να προοδεύσουμε σε έναν νέο, τυχαία δημιουργημένο χάρτη και να ερχόμαστε σε μάχες με επιδέξιους εχθρούς και κυνηγούς επικηρυγμένων. Ωστόσο, κάτι που ίσως “ενοχλήσει” πολλούς είναι η απουσία εξερεύνησης σε πρώτο πρόσωπο με αποτέλεσμα να έχουμε την αίσθηση ενός ψηφιακού επιτραπέζιου με λίγες στιγμές έντονου videogame gameplay.

Κάτι ιδιαίτερο σε όλα αυτά όμως είναι το σύστημα σχέσεων μεταξύ των χαρακτήρων, κάτι που έχουμε δει και στο Darkest Dungeon. Εδώ όμως, σε αντίθεση με την επιρροή που έχουν οι διαμάχες των χαρακτήρων στο DD, οι ήρωες μπορεί να έχουν αντιπαραθέσεις και να μην μπορούν να συμμετέχουν μαζί σε αποστολές, με τη δυνατότητα να είναι επιφανειακή και τυχαία, χωρίς διάλογο ή επιλογές που να επηρεάζουν τις σχέσεις άμεσα. Αυτό καθιστά το σύστημα λιγότερο ελκυστικό και μπορεί να είναι ενοχλητικό όταν δεν μπορούμε να επιλέξουμε εν τέλει την αγαπημένη μας σύνθεσ. Επιπλέον, ένα άλλο ενοχλητικό στοιχείο του παιχνιδιού είναι όταν απομένει μόνο ένας εχθρός σε μια μάχη, αυτός συχνά κρύβεται στην αντίθετη πλευρά του χάρτη, με αποτέλεσμα να κάνουμε “ταξίδι” για να ολοκληρώσουμε τον γύρο μας.

Οι μάχες όμως αποτελούν και το highlight του Wild Bastards. Συνεχίζοντας την καλή φόρμουλα του προκατόχου του, το shooting του παιχνιδιού είναι αρκετά απολαυστικό και βασίζεται στην κάλυψη αλλά και την υλοποίηση των ικανοτήτων των χαρακτήρων. Φυσικά, μεγαλύτερη δυσκολία και πρόκληση προσφέρουν τα αφεντικά και σε συνδυασμό με την τυχαία φύση του θα νιώθουμε πως πάντα θα υπάρχει κάτι για να μας κρατήσει απασχολημένους ή έστω αμείωτο το ενδιαφέρον.

Εμφανισιακά, το Wild Bastards υλοποιεί τα γραφικά του Void Bastards με την αισθητική της Άγριας Δύσης. Τα σχέδια και τα περιβάλλοντα θα μας θυμίσουν καρτούν της Αμερικής με μια χροιά από Boomer Shooters μιας και κινούμαστε σε έναν τρισδιάστατο χώρο ως δισδιάστατοι χαρακτήρες. Τα χρώματα είναι έντονα, αν και σκούρα, αλλά οι σκιές και το στυλ προσφέρουν ένα cel-shaded βάθος που δύσκολα βρίσκουμε σε άλλα παιχνίδια του είδους. Μαζί, το framed animation το κάνουν να διαφέρει και να αποτελεί ένα παιχνίδι που εστιάζει με τον τρόπο του σε μια μοναδική εμφάνιση και ατμόσφαιρα.

To Wild Bastards είναι ένας αρκετά συμπαθητικός διάδοχος του Void Bastards ακόμα και αν κυμαίνεται σε διαφορετικά μονοπάτια. Διατηρώντας το έντονο, ταχύ shooting gameplay και προσθέτοντας μια τακτική λογική στην εξερεύνησή του, αποτελεί έναν τίτλο που θα αρέσει στους φίλους του είδους. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα κομμάτια του που μας αφήνουν να ζητάμε κάτι παραπάνω όπως το γεγονός ότι δεν μπορούμε να εξερευνήσουμε ελεύθερα τους εκάστοτε χάρτες ή πως οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων δεν έχουν κάποιο βάρος, βάθος ή αξία. Σαν ένα “ελαφρύ” roguelike λειτουργεί αρκετά καλά αλλά σίγουρα δεν αποτελεί τον τέλειο διάδοχο ούτε το τέλειο shooter.

Ευχαριστούμε την εκδότρια εταιρεία για την παραχώρηση του Review Code.

You may also like