Everdeep Aurora | The Review

Γράφει ο/η Παναγιώτης Δημητρακόπουλος

Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι ανεξάρτητοι δημιουργοί στρέφονται σε μια συγκεκριμένη εποχή της gaming ιστορίας και πατάνε πάνω σε αυτή για να δημιουργήσουν νέες περιπέτειες. Τα περισσότερα από αυτά, αν όχι όλα, φέρουν γραφικά χαμηλής ανάλυσης, περιορισμένη χρωματική παλέτα και απλοποιημένο, άμεσο gameplay, μαζί με μια γοητεία που δεν βασιζόταν στη δύναμη του hardware, αλλά στη φαντασία, την ατμόσφαιρα και τη δημιουργικότητα. Σήμερα, αυτή η αισθητική φαίνεται να επιστρέφει δυναμικά, όχι μόνο ως φόρος τιμής στη “retro” κουλτούρα, αλλά και ως συνειδητή σχεδιαστική επιλογή. Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί μια προσπάθεια να αποστασιοποιηθούν τα σύγχρονα indie games από τη φλύαρη πολυπλοκότητα των AAA τίτλων και να εστιάσουν ξανά στην ουσία του παιχνιδιού, την εξερεύνηση, την ανακάλυψη και τη σύνδεση με τον κόσμο και τους χαρακτήρες.

Έτσι, καταλαβαίνουμε πως υπάρχουν παιχνίδια που βασίζονται καθαρά στη νοσταλγία και υπάρχουν και εκείνα που τη χρησιμοποιούν ως καμβά για να χτίσουν κάτι καινούργιο. Το Everdeep Aurora, ο νέος τίτλος της Nautilus Games, μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα σε αυτά τα δύο συστατικά. Από την πρώτη στιγμή σε υποδέχεται με pixel art αισθητική και μουσική που θυμίζει τις χρυσές εποχές του Game Boy, αλλά δεν σταματά εκεί καθώς κρύβει μέσα του μια ιστορία αναζήτησης, μυστήριο, γρίφους και ένα σύστημα εξερεύνησης που παραπέμπει σε αντίστοιχα metroidvania και είναι ικανό να σε απορροφήσει για ώρες, αρκεί να υπάρχει υπομονή.

Πρωταγωνίστρια είναι η Shell, μια γάτα που ξεκινά να βρει τη μητέρα της μετά από ένα περίεργο κατακλυσμικό γεγονός που αναγκάζει όλους να καταφύγουν κάτω από τη γη. Ο κόσμος του παιχνιδιού είναι αυτός ο υπόγειος λαβύρινθος – το Everdeep – ο οποίος απλώνεται σε διάφορα επίπεδα γεμάτα από πλάσματα, περίεργους τύπους και κρυμμένα μυστικά. Το εργαλείο μας για την επιβίωση και την εξερεύνηση είναι ένα τρυπάνι που μας επιτρέπει να σκάβουμε, να ανοίγουμε νέα μονοπάτια, να ξεθάβουμε πόρους και να προχωράμε όλο και πιο βαθιά.

Η εξερεύνηση είναι η βασική αρετή – αλλά και το μεγαλύτερο εμπόδιο – του παιχνιδιού. Δεν υπάρχει χέρι να μας καθοδηγήσει. Πολλές φορές θα βρεθούμε να αναρωτιόμαστε πού πρέπει να πάμε, με ποιον πρέπει να μιλήσουμε ή αν κάτι μας ξέφυγε από τις προηγούμενες διαδρομές, δωμάτια και χάρτες. Αν είσαι ο τύπος παίκτη που απολαμβάνει το να τα βρίσκει όλα μόνος του, θα περάσεις φανταστικά. Αν όχι, το γεγονός ότι πρέπει να επιστρέφουμε σε περιοχές επειδή δεν εντοπίσαμε εγκαίρως ένα κρυφό δωμάτιο ή δεν προσέξαμε τι είπε ένας χαρακτήρας, ίσως να είναι κάτι εξουθενωτικό. Η αλήθεια είναι ότι δεν μας δίνονται πολλά hints, ενώ το UI του χάρτη είναι το πολύ… βασικό – κάτι που ενισχύει μεν το αίσθημα της εξερεύνησης, αλλά δυσκολεύει τη ζωή μας αν χαθούμε.

Παρόλα αυτά, το παιχνίδι μας ανταμείβει διαρκώς με μικρές εκπλήξεις. Υπάρχουν παντού σημεία ενδιαφέροντος όπως σπίτια, κήποι, ταβέρνες, εκκλησίες, μηχανήματα, μίνι-games, ακόμα και χαρακτήρες που δεν έχουν κάποια άμεση χρησιμότητα αλλά προσθέτουν “χρώμα” και ατμόσφαιρα στο σύνολο. Οι διάλογοι μαζί τους είναι συχνά ευχάριστοι, λίγο παράξενοι και πάντοτε με μια δόση χιούμορ ή μελαγχολίας. Κάθε χαρακτήρας, όσο μικρός κι αν είναι ο ρόλος του, έχει τη δική του ιστορία και βοηθάει στη σύνθεση ενός ζωντανού, αξιοπερίεργου κόσμου.

Το gameplay, όπως αναφέραμε και παραπάνω, έχει κάτι από τη λογική των Metroidvanias. Καθώς προχωράμε, ξεκλειδώνουμε καινούργιες ικανότητες, βρίσκουμε νέα εργαλεία και με αυτά μπορούμε να επιστρέψουμε σε προηγούμενες περιοχές για να ανακαλύψουμε νέα αντικείμενα και διαδρομές που προηγουμένως ήταν απρόσιτες. Αυτό κρατάει τη ροή του παιχνιδιού φρέσκια και μας ωθεί να ψάξουμε κάθε γωνία. Ως τίτλος, δεν είναι τεράστιος αλλά είναι πυκνός, γεμάτος περιεχόμενο και πράγματα για ανακάλυψη.

Το οπτικοακουστικό κομμάτι από μεριάς του είναι εξαιρετικό και καταφέρνει να κάνει αυτό που θέλει. Τα γραφικά είναι λιτά αλλά εκφραστικά, με όμορφες παλέτες χρωμάτων και προσεγμένα animations που αγγίζουν τα όρια του μοντέρνου με βάση την αισθητική του Gameboy. Οι χαρακτήρες έχουν σχεδιαστεί με ξεκάθαρη αγάπη, από γιγάντιες κουκουβάγιες μέχρι μικροσκοπικά βατραχάκια, με κάθε σχέδιο να έχει τη δική του ταυτότητα. Η μουσική είναι ένα από τα πιο δυνατά σημεία του παιχνιδιού, αφού δεν περιορίζεται σε επαναλαμβανόμενες μελωδίες αλλά δίνει σε κάθε περιοχή το δικό της κομμάτι, δημιουργώντας σωστά την ανάλογη διάθεση.

Δεν λείπουν όμως και τα στραβοπατήματα. Ένα από τα πιο ενοχλητικά στοιχεία του gameplay είναι η τοποθέτηση του “delete save” δίπλα σε άλλες επιλογές στο μενού. Έτυχε να διαγράψω το save file μου κατά λάθος, από κεκτημένη ταχύτητα. Επίσης, αν και ο κόσμος είναι ζωντανός, πολλές φορές θα μας κάνει να νιώσουμε μόνοι, τουλάχιστον όσον αφορά την πρόοδο. Δεν υπάρχει ένα σύστημα που να μας καθοδηγεί ή να μας υπενθυμίζει τι να κάνουμε.

Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, το Everdeep Aurora μας κρατάει με τον χαρακτήρα του, την αισθητική και την ουσία του gameplay. Δεν προσπαθεί να είναι το πιο μεγάλο ή περίπλοκο παιχνίδι της χρονιάς. Δεν έχει μάχες, δεν έχει αδρεναλίνη, δεν έχει φαντασμαγορικές στιγμές. Αντίθετα, προσφέρει μια εμπειρία πιο χαλαρή, προσωπική, σχεδόν υπαρξιακή. Έχουμε ένα τρυπάνι, έναν χάρτη που αποκαλύπτεται σιγά-σιγά και μια ελπίδα να βρούμε απαντήσεις σε έναν άγνωστο κόσμο. Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν δευτερεύοντα.

Σε γενικές γραμμές, το Everdeep Aurora είναι ένα ζεστό, ανεπιτήδευτο ταξίδι γεμάτο χαρακτήρα, χιούμορ και τρυφερότητα. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με φανταχτερά γραφικά ή μεγαλοπρεπείς μάχες. Αντίθετα, βασίζεται στην ατμόσφαιρα, την αφήγηση και τη χαρά της ανακάλυψης. Για όσους αγαπούν τα παιχνίδια εξερεύνησης, τις νοσταλγικές εμπειρίες και την indie δημιουργικότητα, είναι μια υπόγεια περιπέτεια που αξίζει τον χρόνο τους. Δεν είναι τέλειο – αλλά όπως και η ίδια η Shell, βρίσκει τον δρόμο του μέσα από τα λάθη, με επιμονή, προσωπικότητα και καρδιά.

Ευχαριστούμε την εκδότρια για την παραχώρηση του Review Code.

You may also like