Η σειρά The Legacy of Kain (TLοK) αποτελεί ένα από τα δραματικά δείγματα της βιομηχανίας. Με την αρχή της να έχει γίνει επί εποχής PSOne (αρχικά στο PC/DOS το 1996 και μετά με μεταφορά στην κονσόλα), αποτέλεσε ένα από τα παλαιότερα δείγματα τίτλων εστιασμένων στη γραφή των διαλόγων και τη σύνθεση των χαρακτήρων. Το Blood Omen (γνωστό ως Kain The Vampire στην Ιαπωνία), όντας το πρώτο της σειράς, κατόρθωσε να συγκεντρώσει έναν σεβαστό αριθμό ακολούθων, κάτι που κινητοποίησε τους δημιουργούς να εξετάσουν την παραγωγή ενός sequel.
Το 2000, τοποθετώντας στον ρόλο του πρωταγωνιστή τον πρωτοεμφανιζόμενο Raziel, ο τίτλος έκανε τη μετάβαση από top-down σε πλήρως 3D περιβάλλοντα και μάγεψε τους παίκτες με τον seamless (χωρίς loading screens) κόσμο του και τις φανταστικές ερμηνείες, σε σενάριο και καθοδήγηση της Amy Hennig. Η σειρά έκτοτε μας έδωσε τέσσερις ακόμα κυκλοφορίες στην μορφή των Soul Reaver II, Blood Omen 2, TLoK: Defiance, το εμετικό PvP-only Nosgoth, καθώς και ένα ακυρωμένο project, το TLoK: Dead Sun.
Μετά από χρόνια αφάνειας, η Aspyr, μαζί με την Crystal Dynamics και την Saber Interactive, αναβιώνουν τη διλογία του έκπτωτου Raziel με ένα συντηρητικό Remaster. Καταφέρνουν, ωστόσο, να συλλάβουν την ουσία των αρχικών δημιουργιών;

Αρχικά, χρειάζεται να γίνει σαφές πως, παρά το (πολλές φορές εντυπωσιακό) “lifting”, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με Remake. Οι δύο τίτλοι παίζουν ακριβώς όπως και στην εποχή τους (SR σε PSOne, PC & DC και SR2 σε PS2 και PC), με τις προσθήκες άμεσου ελέγχου της κάμερας δια χρήσης δεξιού αναλογικού καθώς και πυξίδας. Από εκεί και πέρα, παρέχονται κάποιες επιπλέον περιοχές μέσω αυτόνομου menu ως αποκατεστημένου περιεχομένου (restored content), καθώς και η δυνατότητα μετάβασης από την παλαιά απεικόνιση σε αυτή του Remaster.
Η τελευταία πρακτική έχει γίνει σύνηθες φαινόμενο τα τελευταία χρόνια, δίνοντας τη δυνατότητα σύγκρισης του original με τη νέα κυκλοφορία με το πάτημα ενός κουμπιού ανά πάσα στιγμή. Είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπει κανείς πόση πρόοδος έχει γίνει, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας πως αυτή η παραγωγή είναι στην ουσία ένα στρώμα μπογιάς πάνω από τα αρχικά textures και γεωμετρίες. Εδώ εντοπίζονται και οι περισσότερες αδυναμίες της.

Παρά τις νοσταλγικές μας σκέψεις και τον παλαιόθεν εντυπωσιασμό χάρη στη δομή των κόσμων τους, τόσο το SR όσο και το νεαρότερο αδερφάκι του πάσχανε από διάφορα προφανή προβλήματα: ανούσιο και clunky σύστημα μάχης, αργό κι άτσαλο platforming, και μια υπερβολική εμμονή στα puzzles με κύβους. Πραγματικά, σε αυτά τα παιχνίδια υπάρχουν περισσότεροι τέτοιοι γρίφοι από ό,τι σε όλα τα λοιπά 3D adventures αθροιστικά.
Ειδικά στο θέμα των μαχών, καθίσταται σαφές από την αρχή πως όλη η ανακρίβεια, χαρακτηριστική των τίτλων της εποχής, εμφανίζεται ξανά σε όλο της το μεγαλείο. Κρατώντας τις προσδοκίες μας σε χαμηλά επίπεδα, σίγουρα μπορούμε να φανταστούμε πως το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης δόθηκε στο πώς θα δείχνει το παιχνίδι κι όχι στο πώς θα παίζει.
Είναι κρίμα, ωστόσο, να βλέπουμε πως μετά από σχεδόν 24 χρόνια, οι προγραμματιστές θεώρησαν πως οι μηχανισμοί όπως ήταν θα ήταν ιδανικοί για το project τους.

Σαφώς, ωστόσο, το ισχυρότερο σημείο αυτών των ιστορικών δημιουργιών ήταν πάντα ένα: η γραφή τους. Σε αυτόν τον τομέα, όλα παραμένουν ως είχαν. Οι καλύτερες ερμηνείες που είχε δει ως τότε η βιομηχανία εξακολουθούν να είναι άριστες, με σχεδόν κάθε φράση που βγαίνει από τα στόματα των χαρακτήρων να είναι εμπνευσμένη και να έχει αντίκτυπο στα δρώμενα.
Παρατηρείται, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, η μοναδική θεατρικότητα στην απόδοση, η οποία παραπέμπει σε παράσταση. Ο στόμφος καταφέρνει να ισορροπεί επιτυχώς μεταξύ μεγαλόπνοου και υπερβολικού. Δεν υπάρχει κάτι εδώ που θα μπορούσε να είναι καλύτερο, με εξαίρεση ίσως τη σαφή συμπίεση των αρχείων ήχου, τα οποία πιθανότατα πάρθηκαν απευθείας από κάποια παλιά έκδοση.
Ειδική μνεία χρειάζεται να γίνει και στη συνολική ακουστική υπόκρουση, με φανταστικούς περιβαλλοντικούς ήχους και μουσική ανάλογα με τη δράση επί της οθόνης. Τα Soul Reaver 1 και Soul Reaver 2 ανέκαθεν ακουγόντουσαν εξαιρετικά, είτε επρόκειτο για διαλόγους είτε για τους ήχους που προέρχονταν από το ίδιο το Nosgoth.

Συνοψίζοντας, το πακέτο αυτό των Soul Reaver 1 & 2 Remastered αποτελεί τον καλύτερο και πιο σύγχρονο τρόπο για να βιώσει κανείς αυτούς τους δύο ιστορικούς τίτλους. Ειδικά στην περίπτωση του πρώτου, έχουμε να κάνουμε με ένα πόνημα που έθεσε νέα standards σε επίπεδα γραφής και ερμηνειών. Ήταν μέγιστη προσβολή για την κληρονομιά του να είναι ανέφικτο να παιχτεί σε νεότερα συστήματα. Σίγουρα οι δημιουργοί θα μπορούσαν να πάνε ένα βήμα παραπέρα, όμως, δεδομένης της προσιτής τιμής κι εφόσον κάποιος τα προσεγγίζει με λογικές προσδοκίες, αυτά τα διαμάντια από το παρελθόν σίγουρα αξίζουν την προσοχή μας.
Ο Kain περίμενε χιλιάδες έτη προκειμένου να μπορέσει να υπερβεί τη μοίρα που του είχε επιβάλλει το αστέρι του. Με λίγη ακόμα υπομονή, ίσως τα επόμενα χρόνια να δούμε αν εν τέλει τα κατάφερε.
Ευχαριστούμε την εκδότρια εταιρεία για την παραχώρηση του Review Code του παιχνιδιού.


