Home HOT Nosferatu: Το δάγκωμα της λήθης

Nosferatu: Το δάγκωμα της λήθης

Γράφει ο/η Ανδρέας Κωνσταντινίδης

Σκοτάδι. Μια σιωπή βαριά σαν πέτρα που θρυμματίζει την ψυχή. Ο αέρας μυρίζει υγρασία, σήψη και κάτι άλλο, κάτι που μοιάζει να κουβαλά τις κατάρες αιώνων. 

Στο βάθος, το κάστρο στέκει σαν ζωντανός εφιάλτης, με τους πύργους του να υψώνονται σαν γαμψά νύχια έτοιμα να σκίσουν τον ουρανό. 

Ένα φως, κίτρινο, άρρωστο, αναβοσβήνει από το μοναδικό παράθυρο, σαν μάτι που κοιτάζει και κρίνει.

Ο Γιόναθαν, μόνος με τη σκιά του, νιώθει το βήμα του να αντηχεί σαν χτύπημα καρδιάς σε έναν κόσμο που δεν ανήκει στους ζωντανούς. Ο δρόμος τον οδηγεί, ή μήπως τον τραβά; Μοιάζει να έχει χαθεί, ή είναι το πεπρωμένο του; 

Οι πέτρες του δρόμου κάτω από τα πόδια του είναι παγωμένες , σαν τάφος που δεν έπαψε ποτέ να αναπνέει. Στην πόρτα του κάστρου, ένα χέρι λευκό, αποστεωμένο, βγαλμένο από άλλον κόσμο, τον καλεί χωρίς λόγια. Ο φόβος του είναι ανείπωτος, αλλά το σώμα του δεν υπακούει. Πηγαίνει. 

«Είσαι ο καλεσμένος μου,» ψιθυρίζει η φωνή. Είναι φωνή ανθρώπου, αλλά και κάτι άλλο, σαν να μιλά μέσα από τη γη που πληγώθηκε και στάζει αίμα. Ο Κόμης στέκει μπροστά του. Ψηλός, με μάτια που καίνε σαν κάρβουνο, σαν να βλέπουν πέρα από τη σάρκα, μέσα στο άυλο της ψυχής. Το πρόσωπό του δεν είναι απλώς χλωμό, είναι κενό, σαν το δέρμα που δεν κατοικείται από ζωή.

Nosferatu | The Review

Καθώς οι ώρες περνούν, ο Γιόναθαν νιώθει τον χρόνο να στρεβλώνεται. Να παγώνει. Να μην αλλάζει. Η νύχτα γίνεται αιωνιότητα. Οι τοίχοι φαίνονται να κινούνται, να σφίγγουν τον χώρο γύρω του. Ο Κόμης μιλά για τη νύχτα, για τη μοναξιά, για το αίμα που ρέει κάτω από όλα, το αίμα που είναι ζωή, αλλά και θάνατος. «Κάθε καρδιά χτυπά για να πεθάνει,» του λέει, και τα λόγια του ηχούν σαν προφητεία και κατάρα μαζί.

Αποφασίζει να μείνει. Ζητάει να μάθει το γιατί. Ζητάει το πεπρωμένο του. 

Στα όνειρά του Γιόναθαν τα προηγούμενα βράδια, εμφανίζεται η γυναίκα του. Η Λούσι. Όμως δεν είναι η Λούσι που γνωρίζει, τα μάτια της είναι άδεια, το δέρμα της σταχτί. Τα χείλη της ψιθυρίζουν το όνομά του, αλλά τα λόγια της βγαίνουν  σαν σφύριγμα φιδιού. Ξυπνά ιδρωμένος, και ο Κόμης είναι εκεί, ακίνητος, να τον κοιτάζει σαν γλύπτης που παρατηρεί το αριστούργημά του.

Το φως του φεγγαριού είναι ψυχρό. Μέσα σε αυτό, ο Κόμης δείχνει σχεδόν όμορφος. Σχεδόν ανθρώπινος. Μα η ψυχή του Γιόναθαν το ξέρει, ο θάνατος έχει μορφή, και αυτή η μορφή στέκει μπροστά του. 

Στο τέλος, δεν υπάρχει διαφυγή. Ο Γιόναθαν καταλαβαίνει πως το κάστρο δεν είναι τόπος, αλλά κατάσταση. Είναι το σκοτάδι μέσα του, που πάντα τον περίμενε. Ο Κόμης απλώνει τα χέρια του, και ο κόσμος γίνεται σιωπή. Ένα φιλί. Ένα δάγκωμα. 

Και ύστερα, τίποτα.

Το φως του ήλιου δεν θα τον ξαναδεί ποτέ.

Βρήκε το πεπρωμένο του. 

You may also like