Home ReviewsGame Reviews Clair Obscur: Expedition 33 | The Review

Clair Obscur: Expedition 33 | The Review

Γράφει ο/η Sebastian D. Iliadis

Το Clair Obscur: Expedition 33 είναι o νέος RPG τίτλος που έρχεται από την Γαλλία και ποιο συγκεκριμένα από το στούντιο της Sandfall Interactive με εκδότρια την Kepler Interactive. Σε αυτό αποτυπώνεται το μεράκι μιας ομάδας περίπου 30 ατόμων – με εξωτερική βοήθεια σε σημεία – που ενώθηκαν για να δημιουργήσουν ένα RPG με άρωμα Γαλλίας.

Όπως τα Persona (3,4,5) και άλλα ανάλογα RPG να αναδεικνύουν τον πολιτισμό της Ιαπωνίας έτσι και η Sandfall Interactive βρήκε την ευκαιρία πατώντας σε μια χρυσή τομή, να εμπνευστεί από αυτά και κυρίως από το Final Fantasy, ώστε να συνθέσει ένα Western RPG με παρόμοια νοοτροπία: ένα ταξίδι μέσα από τον πολιτισμό της χώρας με στοιχεία φαντασίας και τέχνης όπως εκείνοι, ως Γάλλοι, μπορούν μοναδικά να αποτυπώσουν. Δεν μιλάμε για την σύγχρονη τέχνη αλλά την τέχνη μέσα από το παράξενο, το αλλόκωτο, το αληθινό και το παραδοσιακό.

Μια ενδιαφέρουσα ιστορία…

Βρισκόμαστε μακριά από τα μέρη μας σε ένα περίεργα γνώριμο και μακρινό νησί, το απόμακρο Lumiere όπου οι κάτοικοι του απειλούνται υπό ολική εξαφάνιση εξαιτίας ενός φαινομένου γνωστό ως “Gommage” όπου κάθε χρόνο μια θεότητα, η “The Paintress“, εδώ και περίπου 67 χρόνια αποτυπώνει πάνω σε έναν μονόλιθο έναν αριθμό. Ο αριθμός αυτός αποτυπώνεται ως η ηλικία όλων όσων θα αποδημήσουν μετά το πέρασμα ενός χρόνου. Ο αριθμός αυτός μειώνεται κάθε φορά με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο μηδέν, τότε που, θεωρητικά, ο κόσμος θα καταστραφεί.

Από τα πρώτα λεπτά, το παιχνίδι σε απορροφά στον μαγευτικό του κόσμο, ξετυλίγοντας μια αλλόκοτη αλλά ταυτόχρονα σαγηνευτική ιστορία, που χτίζεται σταδιακά και σταθερά. Είναι γεμάτη μυστήρια, που απλώς σε ωθούν να προσπαθείς να μαντέψεις τι συνέβη ή τι πρόκειται να συμβεί, ταιριάζοντας τα κομμάτια της σαν παζλ. Συναισθηματικά, το παιχνίδι είναι φορτισμένο, με το κυρίαρχο συναίσθημα να είναι η μελαγχολία. Υπάρχουν, όμως, και στιγμές πιο ανάλαφρες, συχνά συνδυασμένες με χιούμορ, οι οποίες σπάνε τη μονοτονία και μας δίνουν μια ανάσα, ώστε να επεξεργαστούμε όσα έχουν προηγηθεί.

Η ιστορία ξεκινάει με την ημέρα που ολοκληρώνεται το επόμενο “Gommage,” μια ημέρα πένθους που μετατρέπεται σε εορτασμό αποχαιρετισμού αγαπημένων προσώπων αλλά και την ημέρα που η επόμενη αποστολή θα ξεκινήσει το ταξίδι της για να σταματήσει την Paintress. Πρωταγωνιστές μας είναι η Oμάδα 33 η οποία σαλπάρει σε αυτό ταξίδι με σκοπό να ξεπεράσει τις προσδοκίες και να επιτύχει τον σκοπό της ανθρωπότητας.

Συνεχίζοντας με την μάχη

Το Clair Obscur: Expedition 33 καταφέρνει να συνδυάσει εντυπωσιακά το turn-based στοιχείο, γνώριμο από άλλα JRPG όπως το Final Fantasy X, με real-time μηχανισμούς και την πραγματικά ενδιαφέρουσα προσθήκη των Dodge και Parry. Το αποτέλεσμα είναι μοναδικό: δεν αρκεί απλώς να δίνεις εντολές στους χαρακτήρες σου — συμμετέχεις ενεργά σε κάθε γύρο, αποκρούοντας ή αποφεύγοντας επιθέσεις την κατάλληλη στιγμή και ανταποδίδοντας με ισχυρά χτυπήματα, ικανά να ανατρέψουν την έκβαση της μάχης. Το σύστημα μάχης καταφέρνει να σε κρατά σε εγρήγορση, δίνοντάς σου τον απόλυτο έλεγχο και κάνοντάς σε να νιώθεις ότι η νίκη βρίσκεται καθαρά στα χέρια σου.

Κομβικό ρόλο στο gameplay παίζουν και τα Pictos, οι ενεργές ικανότητες που μπορείς να μαζέψεις, να εξοπλίσεις σε κάθε χαρακτήρα και να δημιουργείς builds που βασίζονται σε επιθέσεις, heals, άμυνα και άλλα πιο ειδικά εφέ μέσα στη μάχη. Καθώς μάχεσαι και χρησιμοποιείς τα Pictos, έρχεσαι πιο κοντά στο να τα κάνεις “Master” και να τα ξεκλειδώσεις για τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Τα Luminas αποτελούν τα Skill Points που αποκτούμε όσο ανεβαίνουμε επίπεδα ή χρησιμοποιώντας αντικείμενα που μας ανταμείβουν με περισσότερα Luminas.

Το Mastery των Pictos επιτυγχάνεται εύκολα, αφού μπορείς να τα ξεκλειδώσεις σε τέσσερις περίπου μάχες και έτσι τα κάνουμε διαθέσιμα σε όλους τους ήρωες του Party μας. Έτσι, όσο περισσότερα Luminas μαζεύεις, τόσο περισσότερα Pictos μπορείς να δώσεις σε έναν χαρακτήρα και έτσι να δημιουργήσεις καταστροφικά builds με σταθερά bonus ή effects που ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια των μαχών, χωρίς να χρειάζονται χειροκίνητη ενεργοποίηση.

Οι χαρακτήρες αντίστοιχα είναι προσεγμένα καλοσχεδιασμένοι, με τον καθένα να φέρνει τη δική του ξεχωριστή προσέγγιση στη μάχη. Ο Gustave, για παράδειγμα, αξιοποιεί το break system, εστιάζοντας σε Vitality και Agility, χρησιμοποιώντας όπλα όπως το Simonso (ένα από τα προσωπικά αγαπημένα μου) και κινήσεις όπως το Strike Storm και το Shatter. Η Lune, από την άλλη, είναι περισσότερο αμυντική, με έμφαση σε Defense και Vitality, κρατώντας το Scaverim και αποτελώντας πολύτιμο μέλος του party, αφού μπορεί να κάνει heal τόσο στον εαυτό της όσο και στους συμμάχους. Η Maelle (η προσωπικά αγαπημένη μου, τόσο ως χαρακτήρας όσο και στις μάχες) είναι πιο ευέλικτη, εστιάζοντας σε Agility και Luck, με επιθέσεις όπως το Pyrolyse που εκμεταλλεύεται το στοιχείο της φωτιάς για επιπλέον ζημιά. Ο Verso ισορροπεί ανάμεσα σε tank και support ρόλους, προσαρμόζοντας το build του ανάλογα με τις ανάγκες. Ο Monocco, με το Joyaro και το Almighty Mask, στο level 20 διπλασιάζει το Break damage, συνδυάζοντας υποστηρικές και επιθετικές ικανότητες όπως τα Orphan Cheers και Ramasseur Bonk. Όλα αυτά φυσικά, όπως τα Stats, τα όπλα και τα Skills, μπορούν να αλλάξουν οποιαδήποτε στιγμή με τα κατάλληλα Pictos και τα κατάλληλα Builds.

Η επιλογή των φυσικών στοιχείων — Fire, Ice, Earth, Light, Dark, Physical (το οποίο επηρεάζει τους περισσότερους εχθρούς) — είναι κρίσιμη, με το παιχνίδι να ενθαρρύνει τον πειραματισμό και την προσαρμογή ανάλογα με τους αντιπάλους. Επιπλέον, τα τρία attribute points που κερδίζει κάθε χαρακτήρας σε κάθε level-up, καθώς και η δυνατότητα ανακατανομής τους μέσω αντικειμένων όπως τα Recoats, προσφέρουν ευελιξία και σου επιτρέπουν να εξελίξεις ή να διορθώσεις το build σου ανάλογα με τις προκλήσεις που συναντάς.

Στην προσωπική μου εμπειρία, το βασικό τρίπτυχο που χρησιμοποίησα χωρίστηκε σε δύο φάσεις μέσα στο παιχνίδι: από την αρχή ως τη μέση, προτίμησα τη Maelle για το critical damage της (ένα στοιχείο που με βοήθησε πολύ), τη Lune για υποστήριξη και heals και τον Gustave για τις δυνατές του επιθέσεις. Στο δεύτερο μισό του παιχνιδιού, το κύριο party μου αποτελούνταν από τη Maelle, την Sciel και τον Verso, κάτι που αποδείχθηκε ακόμη πιο αποτελεσματικό.

Όλο αυτό το σύστημα συνθέτει μια εμπειρία που δεν περιορίζεται απλώς στη δύναμη ή την αριθμητική υπεροχή. Ανταμείβει όσους αφιερώνουν χρόνο στο να αναπτύσσουν τη δική τους στρατηγική, κατανοώντας σε βάθος τις δυνατότητες του κάθε χαρακτήρα και επιλέγοντας προσεκτικά το κατάλληλο party και εξοπλισμό για κάθε περίσταση.

Μαγευτική οπτικοακουστική παρουσία

Ένα από τα πρώτα στοιχεία που μου τράβηξαν το βλέμμα στο Clair Obscur: Expedition 33 είναι η καθηλωτική του αισθητική. Το art style του αντλεί έμπνευση από τρεις μεγάλες καλλιτεχνικές περιόδους, δημιουργώντας ένα οπτικό αποτέλεσμα που είναι ταυτόχρονα οικείο και πρωτότυπο. Από την Art Nouveau (βλ. Arcane), δανείζεται τα οργανικά σχέδια που θυμίζουν τη φύση, με γραμμές και στοιχεία που μοιάζουν με φυτά και λουλούδια, απλώνοντας μια αίσθηση ροής σε κάθε περιβάλλον. Η Belle Époque προσθέτει τον πιο αγνό, ρομαντικό και καλλιτεχνικό χαρακτήρα, δίνοντας ζεστασιά και κομψότητα στα σκηνικά. Τέλος, το στοιχείο του Art Deco — επίσης εμφανές στο Arcane — φέρνει συμμετρία και εντυπωσιακά κομψά κτίρια που επιβάλλονται στο χώρο με τον αρχιτεκτονικό τους δυναμισμό.

Αυτό το εικαστικό τρίπτυχο αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα περιβάλλοντα του παιχνιδιού: από τις μεγάλες πόλεις με τα περίτεχνα διακοσμημένα κτίρια, μέχρι τα μυστηριώδη δάση και τα σουρεαλιστικά τοπία, όπως το Flying Waters, όπου φάλαινες και ψάρια διασχίζουν τον «ουρανό», δημιουργώντας σκηνές που μοιάζουν βγαλμένες από πίνακα ζωγραφικής.

Όλο το Clair Obscur είναι βασισμένο στην τέχνη. Η μουσική, τα γραφικά, τα σχέδια αντλούν έμπνευση από τις καλλιτεχνικές περιόδους και συνθέτει περιβάλλοντα και εικόνες που όντως μοιάζουν βγαλμένες από πίνακα ζωγραφικής. Έντονα χρώματα, περίτεχνα πλάσματα και περιοχές δημιουργούν μοναδικά περιβάλλοντα που δύσκολα θα ξαναβρούμε σε άλλον τίτλο.

Δεδομένου ότι ο οπτικός τομέας καθηλώνει, ο ακουστικός μόνο απαρατήρητος δεν περνά. Το παιχνίδι ντύνει κάθε στιγμή με μελωδίες γεμάτες συναίσθημα και εξαιρετικές μουσικές συνθέσεις που ενισχύουν την ατμόσφαιρα. Soundtracks όπως το Shadow of the Monolith, το We are Expedition 33 και το Gustave με έκαναν να απολαμβάνω κάθε σκηνή ακόμα περισσότερο, συνδυάζοντας στοιχεία από progressive rock, jazz και κλασικά ορχηστρικά κομμάτια. Παράλληλα, οι ήχοι του περιβάλλοντος — από το θρόισμα των φύλλων μέχρι τους απόκοσμους ψιθύρους στις πιο σκοτεινές περιοχές — προσθέτουν βάθος και κάνουν τον κόσμο να μοιάζει ζωντανός, σχεδόν απτός.

Το παιχνίδι παίχτηκε στα αγγλικά και οφείλω να πω πως έχει γίνει εξαιρετική δουλειά στον τομέα του voice acting, με ερμηνείες που πραγματικά απογειώνουν τους χαρακτήρες. Η Jennifer English, γνωστή από τη συμμετοχή της στο Baldur’s Gate 3, ξεχωρίζει στον ρόλο της Maelle, προσδίδοντας βάθος και συναίσθημα στην ηρωίδα. Στο πλευρό της, ο Charlie Cox — που πολλοί θα αναγνωρίσουν από τον ρόλο του ως Daredevil — δανείζει τη φωνή του στον Gustave, προσφέροντας μια στιβαρή και πειστική ερμηνεία. Ο Andy Serkis, με την τεράστια εμπειρία του από το Lord of the Rings, ενσαρκώνει τον μυστηριώδη Renoir με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, ενώ ο Ben Starr, τον οποίο γνωρίσαμε πρόσφατα στο Final Fantasy XVI, δίνει ζωή στον Verso, ενισχύοντας τον χαρακτήρα με ένταση και συναίσθημα.

Εξερεύνηση και οι αποστολές

Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, καλείσαι να εξερευνήσεις άγνωστες περιοχές και να λύσεις γρίφους, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζεις εχθρούς και ανακαλύπτεις περισσότερα για την ιστορία και τους χαρακτήρες. Υπάρχουν ξεκάθαρες επιρροές από το Final Fantasy και άλλα κλασικά RPG, με ένα Overworld γεμάτο ενδιαφέρουσες τοποθεσίες, πανίσχυρα αφεντικά που δοκιμάζουν τις ικανότητές σου και κρυφά σημεία γεμάτα θησαυρούς. Καθώς προχωράς, το μέσο μεταφοράς σου ενισχύεται σε κάθε κεφάλαιο, αποκτώντας νέες ικανότητες που σου επιτρέπουν να τρέχεις, να σπας εμπόδια και ακόμα και να πετάς, ανοίγοντας νέους δρόμους για εξερεύνηση.

Οι κύριες αποστολές είναι καλά δομημένες, με ενδιαφέροντα σημεία κορύφωσης που διατηρούν το ενδιαφέρον ζωντανό. Από την άλλη, οι δευτερεύουσες αποστολές προσφέρουν μια διαφορετική εμπειρία και επιβραβεύουν την περιέργειά σου με σπάνια αντικείμενα, όπως το Retrato Familior, και νέες ικανότητες για τους χαρακτήρες. Αν και δεν είναι απαραίτητες για την πρόοδο της κεντρικής ιστορίας, οι παράπλευρες αυτές αποστολές προσθέτουν βάθος στον κόσμο του παιχνιδιού, ενισχύοντας την αίσθηση αληθινής εξερεύνησης. Ταυτόχρονα, προσφέρουν σημαντικές λεπτομέρειες για την πλοκή και σου χαρίζουν πανίσχυρα αντικείμενα, τα οποία αποδεικνύονται πολύτιμα στα πιο απαιτητικά challenges και στη συνολική ολοκλήρωση της περιπέτειας.

Τρέχει αρκετά καλά χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα

Παίζοντας το Clair Obscur: Expedition 33 στο Series X νιώθω πως είχα μια πολύ καλή εμπειρία καθώς δεν συνάντησα κάποιο bug ή glitch ή οποιαδήποτε τεχνική “ιδιαιτερότητα” που να με απέσπασε. Ωστόσο, εντόπισα κάτι άλλο που έχει να κάνει με τον ήχο και αυτό είναι ότι σε κάποιες ορισμένες σκηνές οι φωνές δεν ήταν πάντα απόλυτα συγχρονισμένες με τα στόματα των χαρακτήρων πράγμα που μπορεί να αποσπάσει την προσοχή – αλλά και κάτι που δεν γίνεται σε τραγικό βαθμό.

Τώρα μιας και ανέφερα τεχνικό τομέα το παιχνίδι σου έχει να διαλέξεις ανάμεσα από δύο επιλογές, με τη μια να είναι το Quality mode που τρέχει σε 4K ανάλυση στα (κατά προσέγγιση) 30 FPS και η δεύτερη επιλογή είναι το Permormance mode όπου στοχεύει στα 60 FPS με απλώς χαμηλότερη ανάλυση. Προσωπικά, μιας και είναι η φύση του παιχνιδιού τέτοια προτίμησα να παίξω με Performance mode για καλύτερη και ποιο ομαλή εμπειρία στις μάχες ενώ δεν παρατήρησα σημαντικές πτώσεις καρέ ακόμη και σε ποιο απαιτητικά σημεία.

Συνοπτικά

Το Clair Obscur: Expedition 33 είναι, τελικά, ένα τολμηρό και καλοδουλεμένο εγχείρημα που δεν φοβάται να αναμείξει τις παραδοσιακές πτυχές των RPG με μια καλλιτεχνική και πολιτισμική ταυτότητα βαθιά ριζωμένη στη γαλλική παράδοση. Η Sandfall Interactive, με το πάθος μιας μικρής αλλά αφοσιωμένης ομάδας, παραδίδει ένα παιχνίδι που ξεχωρίζει όχι μόνο για τη φανταστική του αισθητική και το δυναμικό σύστημα μάχης, αλλά και για τη μελαγχολική του αφήγηση, που κατορθώνει να σε κρατά συναισθηματικά δεμένο μέχρι το τέλος. Παρότι υπάρχουν μηδαμηνές τεχνικές ατέλειες, η συνολική εμπειρία παραμένει στιβαρή και καθηλωτική, ειδικά αν προτιμηθεί το performance mode για πιο ομαλή ροή. Το Expedition 33 αξίζει σίγουρα μια θέση στη συλλογή όλων και σίγουρα θα είναι ένας πολύ δυνατός τίτλος για Game of the Year. Πρόκειται για μια περιπέτεια που όχι μόνο τιμά τις ρίζες του είδους, αλλά και τολμά να αφήσει το δικό της ξεχωριστό αποτύπωμα.

Ευχαριστούμε θερμά την Bandai Namco για την παραχώρηση του παιχνιδιού!

You may also like