Το Drag X Drive, ο νέος gimmick τίτλος της Nintendo, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και διαφορετικά ως το “Arms της νέας κονσόλας” – απλά λίγο πιο…ρηχό. Δεν μπορώ να πω πως μου τράβηξε τόσο την προσοχή αλλά την περιέργεια. Έτσι, ένιωσα από την αρχή ότι έπρεπε να το προσεγγίσω σαν εμπειρία που ξεφεύγει από το απλό πλαίσιο ενός αθλητικού παιχνιδιού. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα μπροστά στην οθόνη, αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η διαφορετικότητα της εμπειρίας. Δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε παιχνίδια που τοποθετούν το σώμα μας τόσο άμεσα στην καρδιά του gameplay, πέρα από το Ring Fit Adventure και τα παιχνίδια του Kinect αλλά εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό. Η ιδέα ότι καθόμαστε ουσιαστικά σε ένα “φανταστικό” αναπηρικό αμαξίδιο και οδηγούμε με την κίνηση των Joy-Con μου έδωσε την αίσθηση ότι θα ήταν κάτι περισσότερο από ένα ακόμη arcade basketball.
Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα ήταν ότι το Drag X Drive δεν προσπαθεί να μας εντυπωσιάσει με ένα πολυεπίπεδο μενού, με περίπλοκες εισαγωγές ή υπερβολικά γεμάτο περιεχόμενο και gameplay. Με το που ξεκινήσουμε μας πετάει σχεδόν αμέσως στη δράση, σε ένα γήπεδο που μοιάζει να έρχεται από ένα φουτουριστικό φεστιβάλ με νέον φώτα, μεσοράμπες και καλάθια που μας προκαλούν να δοκιμάσουμε κινήσεις που υπό άλλες συνθήκες δεν θα τολμούσαμε. Εδώ δεν υπάρχουν game modes που θα μας τραβήξουν αλλά μικρότερες ασχολίες που εστιάζουν στον τρόπο κίνησης και χειρισμού.

Η αίσθηση χειρισμού είναι το πρώτο μεγάλο σοκ και ίσως το μεγαλύτερο αρχικό εμπόδιο του παιχνιδιού από πολλές απόψεις. Κάθε Joy-Con ελέγχει τον αντίστοιχο τροχό κι έτσι για να κινηθούμε μπροστά χρειάζεται να συγχρονίσουμε τα χέρια μας. Αν θέλουμε να στρίψουμε, πρέπει να δώσουμε διαφορετική δύναμη σε κάθε πλευρά. Είναι κάτι που στην αρχή φαίνεται απλό, αλλά στην πράξη αποδεικνύεται απαιτητικό, γιατί η ισορροπία και ο ρυθμός είναι αυτά που καθορίζουν αν θα φτάσουμε γρήγορα στη μπάλα ή αν θα καταλήξουμε να κάνουμε κύκλους στο κέντρο του γηπέδου. Ο μηχανισμός κίνησης θέλει υπομονή, έναν δικό του ρυθμό κίνησης που θυμίζει πιο πολύ φυσική άσκηση παρά ηλεκτρονική ψυχαγωγία.
Όταν επιτέλους κατάφερα να πάρω τον έλεγχο και να νιώσω ότι κινούμαι όπως πρέπει, έφτασε η ώρα για την μπάλα. Το κράτημα, η πάσα, το σουτ, όλα γίνονται με μικρές κινήσεις των χειριστηρίων. Σε κάθε κίνηση που έκανα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου πως είναι ένα ακόμα παιχνίδι μπάσκετ, πως η κίνηση του σουτ γίνεται όπως και στην πραγματικότητα. Έτσι, σηκώνοντας το χέρι έκανα την κίνηση και ο χαρακτήρας μου ανταποκρινόταν όπως ήθελα. Κάθε dunk, κάθε alley-oop, κάθε trick shot απέκτησε με την σειρά του μεγαλύτερη αξία γιατί ήταν κάτι που το προκάλεσα εγώ με τον έλεγχό μου και με σωματική προσπάθεια. Όμως εδώ εμφανίζεται και η πρώτη μεγάλη δυσκολία. Η κίνηση στο γήπεδο απαιτεί την μεγαλύτερη ακρίβεια και εξοικείωση με τις κινήσεις μας. Η ταχύτητα και η ένταση του αγώνα απαιτεί να έχουμε τον τέλειο συγχρονισμό στις κινήσεις μας και πολλές φορές θα μπερδευτούμε να βρούμε την απαραίτητη ισορροπία.

Παράλληλα, θα ήθελα να σταθώ στην προσβασιμότητα. Επειδή το παιχνίδι απαιτεί συνεχείς και έντονες κινήσεις με τα χέρια, δεν είναι κατάλληλο για όλους. Δεν προσφέρει εναλλακτικούς τρόπους χειρισμού, ούτε υποστηρίζει την κλασική χρήση χειριστηρίου. Αυτό είναι εντυπωσιακό από μία άποψη, γιατί δείχνει τη δέσμευση του τίτλου στο να υποστηρίξει το μοναδικό του concept, αλλά την ίδια στιγμή περιορίζει σημαντικά το ποιοι μπορούν να το απολαύσουν και το πόση ώρα μπορούμε να παίξουμε.
Ένα ακόμα πρόβλημα εντοπίζεται στις επιφάνειες που μπορούμε να τοποθετήσουμε τα Joy-Cons. Προσπάθησα να τα τοποθετήσω στο γραφείο μου, να το έχω όσο πιο καθαρό γίνεται να να δοκιμάσω εκεί πάνω. Ωστόσο, η απαίτηση για συνεχόμενο μπρος-πίσω με προκαλούσε να τα χτυπάω στο γραφείο – κάτι που μου δημιούργησε ανασφάλεια τόσο λόγω της τιμής τους όσο και της αντοχής τους. Όταν άλλαξα επιφάνεια και το πήγα στα μπούτια μου η εμπειρία ήταν πιο ευχάριστη. Όταν όμως το ύφασμα αλλάζει τότε βλέπουμε και την διαφορά που κάνει με αποτέλεσμα να περιοριζόμαστε ακόμα περισσότερο στις επιλογές μας.

Η οπτική ταυτότητα του Drag X Drive είναι κάπως…αδιάφορη. Τα γήπεδα είναι περιβαλλόμενα από έντονα στοιχεία, οι χαρακτήρες μοιάζουν περισσότερο με ρομποτικά avatars παρά με ανθρώπους, και το σύνολο θυμίζει μια παράσταση με τεχνολογικό-φουτουριστικό φινίρισμα. Είναι όμορφο να τα βλέπεις, αλλά ταυτόχρονα μετά από λίγη ώρα αισθάνεσαι ότι όλα έχουν μια ομοιομορφία, μια μονοτονία. Δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία στα περιβάλλοντα, ούτε διαφορετικά στυλ που θα μας έκαναν να νιώσουμε ότι κάθε αγώνας έχει ξεχωριστή ταυτότητα. Τίτλοι όπως το Rematch και το Rocket League δίνουν ποικιλία τόσο στα γήπεδα και το background τους όσο και στα οχήματα ή τις εμφανίσεις. Εδώ η εμφάνιση των avatar διαφέρει μόνο σε ορισμένα στοιχεία όπως διακοσμητικά αντικείμενα και την δυνατότητα να αλλάξουμε χρώματα.
Σε επίπεδο περιεχομένου, η πρώτη εντύπωση είναι ότι πρόκειται για κάτι απλό. Οι βασικοί αγώνες 3-εναντίον-3 είναι η καρδιά της εμπειρίας, ενώ παράλληλα υπάρχουν μερικά mini-games για εξάσκηση και η δυνατότητα να παίξουμε είτε με bots είτε με φίλους. Το κομμάτι του multiplayer είναι εκεί που το παιχνίδι δείχνει να βρίσκει τον εαυτό του. Όταν καταφέρνουμε να οργανωθούμε με την ομάδα μας, να μοιράσουμε ρόλους και να συντονιστούμε, η διασκέδαση εντοπίζεται εύκολα. Οι στιγμές που δύο συμπαίκτες σηκώνουν τη μπάλα στον αέρα και ο τρίτος μπορεί να πετύχει ένα θεαματικό dunk δίνουν πραγματικά την αίσθηση μιας μικρής άψογης συνεργασίας. Από την άλλη, αν βρεθούμε μόνοι μας ή με bots, η μαγεία σβήνει γρήγορα. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν καταφέρνει να αναπαράγει το ίδιο επίπεδο έντασης και ο ενθουσιασμός υποχωρεί παρόλο που η συμπεριφορά της είναι αρκετά καλή. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποιο Ranked Mode ή άλλα game modes για να δοκιμάσουμε οπότε μέσα σε λίγες ώρες μπορεί να πιάσουμε τον εαυτό μας να…βαριέται.

Μαζί με όλα τα παραπάνω, η απουσία ενός πιο αναλυτικού progression system είναι εμφανής. Δεν υπάρχουν leagues, ούτε προσωπικά στατιστικά που να μας δίνουν λόγο να επιστρέψουμε συνεχώς. Δεν υπάρχει μια αφήγηση ή κάποιος σκοπός που να μας οδηγεί από αγώνα σε αγώνα. Το παιχνίδι μοιάζει να στέκεται μόνο στην εμπειρία της στιγμής, σε παιχνίδι με φίλους, χωρίς να επενδύει στο μέλλον. Αυτό δημιουργεί το ερώτημα του πόσο μπορεί να αντέξει στο μέλλον ένα τέτοιο concept χωρίς βάθος; Στην περίπτωσή μου, αν και είχα κάποιες όμορφες στιγμές, ένιωσα γρήγορα ότι η διάρκειά του είναι περιορισμένη.
Ωστόσο, δεν μπορώ να αγνοήσω την ευχαρίστηση που ένιωθα όταν όλα λειτουργούν σωστά. Όταν η ομάδα βρίσκεται σε συγχρονισμό, όταν καταφέρνουμε να κάνουμε μια θεαματική κίνηση, όταν ο ιδρώτας στα χέρια μας αντανακλάται σε μια στιγμή νίκης, τότε το Drag X Drive φαντάζει σαν κάτι πολύ πιο μεγάλο απ’ όσο είναι. Μας θυμίζει γιατί τα πειραματικά παιχνίδια έχουν τη θέση τους. Δεν χρειάζεται να είναι όλα τέλεια, δεν χρειάζεται να έχουν δεκάδες modes. Μπορεί να αρκεί μια ιδέα που, έστω και για λίγα λεπτά, μας κάνει να χαμογελάσουμε. Εδώ όμως, όπως ανέφερα και παραπάνω, η έλλειψη ουσιαστικού κινήτρου δύσκολα θα μας κάνει να επιστρέψουμε.

Κλείνοντας, η εμπειρία μου με το Drag X Drive ήταν γεμάτη αντιφάσεις. Αρχικά, ενθουσιάστηκα με την καινοτομία του χειρισμού, με την πρωτοτυπία του concept και με τις στιγμές hype που μυο έδωσε. Από την άλλη, κουράστηκα γρήγορα, απογοητεύτηκα από την έλλειψη βάθους και κατάλαβα ότι ο τίτλος δεν είναι φτιαγμένος για μεγάλες συνεδρίες ή για όλους τους παίκτες. Είναι περισσότερο μια δοκιμή, ένα πείραμα, που αν το πλησιάσουμε με τις σωστές προσδοκίες μπορεί να μας δώσει μερικές αξέχαστες στιγμές. Αλλά αν το πλησιάσουμε με την ελπίδα να βρούμε έναν πλήρη αθλητικό τίτλο με μακροχρόνια αξία, θα μας αφήσει μάλλον ανικανοποίητους.
Το Drag X Drive σίγουρα θα μείνει στη μνήμη μου σαν μια περίεργη, ξεχωριστή εμπειρία. Όχι το παιχνίδι που θα μας κρατήσει για μήνες, αλλά εκείνο που θα δείξουμε στους φίλους μας όταν θέλουμε να τους εντυπωσιάσουμε με το τι μπορεί να κάνει το Switch 2 και οι νέες του λειτουργίες. Δεν είναι μια εμπειρία που θα κρατήσει, αλλά κάτι που θα θυμόμαστε ως ένα τολμηρό βήμα σε μια κατεύθυνση που αξίζει να εξερευνηθεί περισσότερο σε άλλα μελλοντικά παιχνίδια της κονσόλας. Πάντως, μετά από τις ώρες που πέρασα με το παιχνίδι νιώθω πως θέλω να παίξω ένα κανονικό μπασκετικό βιντεοπαιχνίδι.
Ευχαριστούμε την CD Media S.A. για την παραχώρηση του Review Code.


