Tα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια αναβίωση των metroidvania τίτλων είτε πρόκειται για indie τίτλους όπως το Hollow Knight είτε για μεγαλύτερες παραγωγές όπως τα Ori και Metroid Dread. Μέσα στις indie κυκλοφορίες έχουμε και το F.I.S.T από το Κινέζικο studio TiGames. Το αν μπορεί όμως να ξεχωρίσει θα το δούμε. Το παιχνίδι εξελίσσεται στην Torch City, μια φουτουριστική dieselpunk πόλη η οποία κρύβει πολλά μυστικά.
Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Rayton, ένα ανθρωπόμορφο κουνέλι, πρώην πιλότος, με μια τεράστια μηχανική γροθιά, εξού και το όνομα του παιχνιδιού. Η ιστορία ξεκινά όταν η οργάνωση ρομπότ Legion που κάνει κουμάντο στην πόλη φυλακίζει τον Urso, τον αρκουδόμορφο φίλο του Rayton. Έτσι ξεκινάει και η περιπέτεια μας όπου ανάμεσα σε διάφορες περιοχές μέσα και κάτω από την πόλη προσπαθούμε να ελευθερώσουμε το φίλο μας αλλά και να αντισταθούμε στην Legion. Η ιστορία αν και κοινότυπη, είναι όμορφα δοσμένη και σ αυτό συμβάλλουν τα εξαιρετικά voice-over στα Αγγλικά αλλά και οι διάφοροι NPCs που συναντάμε. Στην ατμόσφαιρα του παιχνιδιού παίζει ρόλος και ο πανέμορφος σχεδιασμός της πόλης με τρομερή λεπτομέρεια και τα neon φώτα να κυριαρχούν μαζί με industrial χρωματισμούς .

Ας περάσουμε όμως και στα βασικά συστατικά οποιουδήποτε metroidvania παιχνιδιού. Εξερεύνηση και μάχη. Η εξερεύνηση στο F.I.S.T είναι απολαυστικότατη και πολύ ομαλή. Ενώ υπάρχει backtracking όπως είναι αναμενόμενο, ένας πραγματικά εξαιρετικός χάρτης κάνει τα πράγματα πολύ πιο εύκολα. Ενώ οι διάδρομοι είναι δαιδαλώδης και τα fast travel σημεία είναι λίγα, δεν υπήρχε στιγμή που δεν ήξερα που πρέπει να πάω ενώ πάντα υπήρχαν μυστικά να ανακαλύψω αφού είχα καινούριες δεξιότητες. Όσο προχωράμε στο παιχνίδι αναβαθμίζουμε και το dash και σε συνδυασμό με ένα grappling hook που βρίσκουμε στη μέση της ιστορίας τα πάντα γίνονται ακόμα πιο ομαλά. Φυσικά και το παιχνίδι είχε αρκετό platforming το οποίο όμως ήταν διασκεδαστικό και φτιαγμένο με ακρίβεια. Επίσης, δεν υπήρχε instant death ( πόσους θανάτους να προκάλεσαν τα καρφιά στο Blasphemous άραγε).

Ας περάσουμε και στη μάχη. Αρχικά, να σημειώσω ότι το παιχνίδι παίχτηκε σε PS5 και έτρεχε σταθερά στα 60 fps. Για την αντιμετώπιση των αντιπάλων έχουμε αρχικά τη γροθιά μας, ενώ στη συνέχεια αποκτάμε άλλα δυο όπλα τα οποία χρησιμεύουν όμως και την εξερεύνηση. Η μάχη βασίζεται στην εκτέλεση combos τα οποία αποκτάμε μέσω αναβαθμίσεων. Η εναλλαγή μεταξύ των όπλων γίνεται πολύ εύκολα μέσω του d-pad οπότε οι συνδυασμοί αυξάνονται κατακόρυφα. Επίσης έχουμε και μερικά consumables, όπως healing potion, ρουκέτες και parry attacks. To αρνητικό εδώ είναι ότι όλα τα consumables καταναλώνουν πόρους απ’ την ίδια μπάρα οπότε η αποκλειστική χρήση των healing potions γίνεται μονόδρομος.

Άλλο ένα θέμα βρίσκεται στην έλλειψη parry για τουλάχιστον το μισό του παιχνιδιού. Την ικανότητα για parry, διαφορετική από τα Parry attacks, πρέπει να την ανακαλύψουμε εμείς γιατί δε βρίσκεται στην κύρια πορεία του παιχνιδιού ενώ το dash δεν έχει i-frames. Συνεπώς οι αμυντικοί μας μηχανισμοί είναι περιορισμένοι και το jump-dash πάνω απ’ τους εχθρούς θα γίνει ο 2ος καλύτερος μας φίλος. Τέλος οι εχθροί και τα bosses είναι καλοσχεδιασμένοι, αν και δεν υπάρχει πολύ μεγάλη ποικιλία, ενώ χρησιμοποιούν πολύ ξεκάθαρες κινήσεις, κάτι το οποίο κάνει την μάχη διασκεδαστική. Επίσης, ο θάνατος δεν είναι τιμωρητικός και η δυσκολία του παιχνιδιού παραμένει σε καλά επίπεδα χωρίς βέβαια να λείπουν και οι στιγμές, προς το τέλος, που μπορεί να προκαλέσουν αγανάκτηση.



Ευχαριστούμε θερμά την Enarxis για την διάθεση του παιχνιδιού.