Αν το Journey to the Savage Planet ήταν ένα περίεργο sci-fi πείραμα με έμφαση στην εξερεύνηση και στο εταιρικό σατιρικό χιούμορ, το Revenge of the Savage Planet είναι η συνέχεια που κάνει, επιτέλους, τα περισσότερα πράγματα σωστά. Χωρίς να αλλάζει ριζικά την ταυτότητά του, μεταφέρει την περιπέτεια σε οπτική τρίτου προσώπου, δίνει πολύ πιο γρήγορο ρυθμό, πλουτίζει την εξερεύνηση με ουσιαστικότερα rewards και αυξάνει σημαντικά τη συμμετοχή του παίκτη. Αυτό το κάνει χωρίς να θυσιάζει την «τρέλα» και το στυλ που χαρακτήρισαν το πρώτο παιχνίδι.
Η πρώτη εντύπωση είναι άμεση και θετική. Από το ξεκίνημα, το Revenge of the Savage Planet γεμίζει την οθόνη σου με έντονα χρώματα, ψυχεδελικά περιβάλλοντα και τη μόνιμη παρουσία ενός ενοχλητικά ξεκαρδιστικού AI που κάνει συνεχώς σχόλια για την αποστολή σου και τα “εταιρικά” σου καθήκοντα. Η αλλαγή σε τρίτο πρόσωπο με έπιασε λίγο απροετοίμαστο, καθώς τόσο μεγάλες αλλαγές στο gameplay μεταξύ sequels είναι ριψοκίνδυνες, αλλά αμέσως «κουμπώνει» λόγω του άμεσου χειρισμού και είναι σαφώς ανώτερο από το πρώτο παιχνίδι. Το χιούμορ είναι ξεκάθαρα στο ίδιο DNA με το πρώτο παιχνίδι, με ακόμη μεγαλύτερη δόση καυστικής εταιρικής σάτιρας: τηλεοπτικά spots τύπου QVC, εξωφρενικά προϊόντα και χαρακτήρες (υποκλιθείτε στον “Shama Lama” που νομίζω ήρθε για να μείνει) και voice lines που ισορροπούν άψογα ανάμεσα στο κακόγουστο και το θεϊκά αστείο. Αυτό το ύφος μπορεί να μην αρέσει σε όλους (το παιχνίδι δεν κρύβει ποτέ τον αυτοσαρκασμό του) αλλά όσοι το «πιάνουν», θα γελάνε μόνοι τους μπροστά στην οθόνη.
Έπαιξα το παιχνίδι στο PC, χωρίς κάποιο τεχνικό πρόβλημα. Ο τίτλος έχει χαριτωμένα, low-spec-friendly γραφικά, χωρίς ρεαλιστικά textures ή τρομερό φωτισμό, που όμως δένουν τέλεια με τον χαβαλέ τόνο του παιχνιδιού – ό,τι περιμένω από έναν τίτλο που κυκλοφορεί και στις κονσόλες προηγούμενης γενιάς. Παρά τις χαμηλές απαιτήσεις του όμως, οπτικά το αποτέλεσμα είναι πανέμορφο, με ορατό οπτικό σχεδιασμό ανά περιοχή, ωραία εφέ και καλή απόδοση ακόμη και σε πιο παλιές μηχανές. Κάθε πλανήτης από τους τέσσερις που θα εξερευνήσει ο παίκτης έχει τη δική του ταυτότητα (και ας είναι λίγο κλισέ αυτή).

Το παιχνίδι υποστηρίζει online co-op, όπως και το πρώτο, αλλά και couch co-op (ναι, ακόμη και σε PC), αν θες να το ζήσεις με παρέα. Εγώ το έπαιξα solo και μου πήρε περίπου 10 ώρες για τερματισμό ενώ για 100% completion εκτιμώ πως χρειάζονται γύρω στις 15-20 ώρες, κυρίως για το κυνήγι των αναβαθμίσεων και των collectibles. Νομίζω, είναι must-play σε co-op αν έχεις ένα φιλαράκι που το προσεγγίζει με τον ίδιο ρυθμό με εσένα – έχει βάση για πολύ γέλιο.
Ο βασικός πυρήνας του gameplay είναι η εξερεύνηση και τα upgrades σε μια Metroidvania λογική. Δεν έχεις map objectives τύπου Ubisoft, ούτε endless loot αφού τα πάντα υπηρετούν ένα δομημένο progression. Τα upgrades ξεκλειδώνουν νέες περιοχές και, με τη σειρά τους, αυτές οι περιοχές σου επιτρέπουν να ξεκλειδώσεις νέα upgrades. Εδώ λάμπει πραγματικά και ο σχεδιασμός με την η ροή να είναι τρομερά γρήγορη και εθιστική. Το movement είναι άμεσο, τα animations γρήγορα, η εξερεύνηση ανταποδοτική. Το grapple hook είναι ίσωως από τα πιο satisfying εργαλεία που έχεις δει σε τέτοιο παιχνίδι, ειδικά όταν το αναβαθμίσεις ώστε να μη χρειάζεσαι καν grapple points – με πιο απλά λόγια, μετακινείσαι σαν τον Spider-Man (όπως δηλώνει περήφανα και το ίδιο το παιχνίδι).

Το σύστημα των αναβαθμίσεων χωρίζεται σε βασικές και προχωρημένες αναβαθμίσεις, με τα τελευταία tiers να αλλάζουν εντελώς τον τρόπο που παίζουμε. Δεν χρειάζεται πλέον να κουβαλάς υλικά για να κάνεις refill, η κινητικότητά σου γίνεται σχεδόν ελεύθερη και σου δίνεται ένα σύνολο εργαλείων που επιτρέπει πειραματισμό και ευκολία και όλα αυτά χωρίς να νιώθεις ότι «έσπασες» το παιχνίδι. Το game loop έχει μια δική του, συγκεκριμένη δομή. Μαζεύεις υλικά, επιστρέφεις στη βάση, κάνεις research, ξεκλειδώνεις upgrades, προχωράς χωρίς όμως να νιώθεις ότι “χάνεις τον χρόνο σου”. Ακόμα και τα collectibles είναι διασκεδαστικά να τα κυνηγήσεις – δεν είναι απλώς για το 100%, αλλά επηρεάζουν πραγματικά το progression και την ελευθερία κινήσεων στις επιλογές σου.
Τα boss fights είναι ενταγμένα στο σχεδιασμό με έξυπνο τρόπο. Κάθε φορά που αποκτάς ένα νέο εργαλείο, πολύ σύντομα εμφανίζεται ένα boss που απαιτεί να το χρησιμοποιήσεις, όχι απλώς σαν “κλειδί”, αλλά σαν βασικό μέσο επιβίωσης. Τα boss patterns θυμίζουν παλιότερα 3D platformers και έχουν εκείνη τη γλυκιά ισορροπία ανάμεσα σε πρόκληση και διασκέδαση.

Οι εχθροί, πέρα από τα bosses, είναι γεμάτοι ποικιλία. Ο κάθε ένας έχει ξεχωριστά αδύναμα σημεία και απαιτεί διαφορετική στρατηγική για να τον κάνεις knockout και να τον lasso-άρεις. Αυτό συνδέεται με ένα από τα αγαπημένα μου features. το animal pen, όπου “μαζεύεις” την τοπική πανίδα για research και περαιτέρω upgrades. Όσο και αν ακούγεται έτσι, δεν είναι καθόλου κουραστικό ή τυχαίο αφού το παιχνίδι σε οδηγεί να ανακαλύψεις μηχανισμούς και combos με έξυπνο τρόπο, μέσα από challenges και στόχους που δεν σε πιέζουν, αλλά σε καθοδηγούν.
Το σύστημα έρευνας (Research) είναι το μοναδικό σημείο που «σπάει» ελαφρώς ο ρυθμός. Απαιτεί χρόνο ή επεξεργασία μέσα από μηχανές και καμπίνες και ειδικά στο mid-game αρχίζει να γίνεται λίγο πιο αργό απ’ όσο χρειάζεται. Δεν καταλήγει σε μονότονο grind, αλλά το να παίρνει 6μιση λεπτά να γίνει research ένα upgrade θα με στείλει να φτιάξω έναν καφέ, όχι να βγω στον κόσμο του παιχνιδιού και να κάνω κάτι άλλο παράλληλα.

Το Revenge of the Savage Planet δείχνει να έχει συνείδηση του τι αρέσει στον παίκτη, και του το δίνει χωρίς περιττά φίλτρα. Δεν σε φορτώνει με περιττά gameplay συστήματα, αλλά σε αφήνει να χτίσεις το playstyle σου με κάθε εργαλείο που βρίσκεις και ενσωματώνεις στο παίξιμό σου. Το “base building” που έχει (διακόσμηση της βάσης σου) είναι καθαρά προαιρετικό και πέρα από ένα αστείο side quest δεν προσφέρει κάτι ουσιαστικό – είναι εκεί για όποιον έχει όρεξη να ασχοληθεί.
Δεν είχα κανένα crash ή frame drop καθ’ όλη τη διάρκεια του playthrough, παρά μόνο μερικά μικρά clipping bugs που δεν επηρέασαν καθόλου την εμπειρία (και δεν εννοώ clipping σε επίπεδο Bethesda). Ο τίτλος είναι “καλογυαλισμένος” και σταθερός, χωρίς τις συνήθεις “indie ατέλειες” που συναντάμε σε τέτοια παραγωγή.
Ως τίτλος διαθέτει δύο διαφορετικά endings, με το ένα να αλλάζει ελαφρώς ανάλογα με το αν έχεις ολοκληρώσει ένα συγκεκριμένο side quest. Το τέλος δεν είναι κάτι το συγκλονιστικό, αλλά είναι λειτουργικό και ταιριαστό με το ύφος του παιχνιδιού καθώς δεν προσπαθεί να σε κάνει να δακρύσεις, αλλά να χαμογελάσεις με το ταξίδι.

Εν κατακλείδι, το Revenge of the Savage Planet κάνει αυτό που έκανε και το πρώτο παιχνίδι, αλλά πολύ πιο σωστά, σφιχτά και ευχάριστα. Είναι ένα 100% gameplay-first παιχνίδι, με στυλ, χιούμορ και ουσία. Αν ψάχνεις ένα μείγμα Metroidvania, platformer και light crafting/survival, με χρωματιστό κόσμο και τρελό χιούμορ, θα το απολαύσεις με το παραπάνω. Σίγουρα δεν είναι για όλους – ειδικά αν περιμένεις cinematic storytelling, βαθύ δραματικό arc ή RPG επιλογές τύπου Bioware, θα απογοητευτείς. Αλλά αν θες ένα άμεσο, “καθαρόαιμο” παιχνίδι εξερεύνησης και απόλαυσης, το Revenge of the Savage Planet θα σου δώσει ακριβώς αυτό – και με το παραπάνω, ειδικά αν έχεις έναν φίλο με τον οποίον μπορείτε να απολαύσετε το χαλαρό στυλ του.
Ευχαριστούμε την εκδότρια εταιρεία για την παραχώρηση του Review Code του παιχνιδιού.


