fbpx
Home ReviewsGame Reviews Bayonetta 3 | The Review

Bayonetta 3 | The Review

Γράφει ο/η Παναγιώτης Δημητρακόπουλος

Όλοι άρχισαν όταν ο Spiderman ζήτησε από τον Dr. Strange να ξεχάσουν όλοι το όνομά του. Το άνοιγμα του κουτιού της Πανδώρας είχε ως αποτέλεσμα το άνοιγμα του Multiverse, κάτι που θύμισε την θεωρία του παράλληλου σύμπαντος. Φυσικά, η έννοια του Multiverse προυπήρχε δεκαετίες τώρα, με πολλούς να κάνουν θεωρίες για το πως θα ήταν ο κόσμος αν τα γεγονότα κυλούσαν αλλιώς. Αυτό γέννησε εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, ιστορίες που μας έχουν χαρίσει μια διαφορετική ματιά σε αγαπημένες μας σειρές και ταινίες, κάτι το οποίο επεκτείνεται πλέον και στα βιντεοπαιχνίδια.

Αυτή την επέκταση θα την δούμε και στο νέο sequel της σειράς Bayonetta. Πέρασαν αρκετά χρόνια από την κυκλοφορία του Bayonetta 2 στο Wii U, με τους περισσότερους από εμάς να πεινάμε για το sequel. Ένα sequel που πέρασε από κύματα, περιόδους σιωπής και αρκετές αμφιβολίες οι οποίες ευτυχώς “έσβησαν” πριν μερικές μέρες. Η Nintendo και η ομάδα του Hideki Kamiya συνεργάστηκαν για ακόμα μια φορά για να μας φέρουν έναν ακόμα τίτλο που ολοκληρώνει μια χαοτική, ενδιαφέρουσα και συγκινητική ιστορία η οποία παίρνει μια πιο σκοτεινή τροχιά με την θεωρία του Multiverse στο επίκεντρο.

Πριν από οκτώ χρόνια, αυτό που μας έκανε εντύπωση στο πρώτο trailer ήταν όταν είδαμε την Bayonetta να πεθαίνει. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ποια θα ήταν η κατάληξη της αγαπημένης μας ηρωίδας και τι σημαίνει ο θάνατός της κατά την διάρκεια του trailer. Αλλά όπως θα διαπιστώσουμε, όσο παίζουμε την ιστορία, αυτό είναι κάτι που θα συμβεί αρκετά συχνά και για συγκεκριμένο λόγο.

Ανοίγουμε με μια ηλιόλουστη μέρα στην Νέα Υόρκη, εκεί όπου η Bayonetta έχει βγει για ψώνια μαζί με τον Enzo. Η ήρεμη ημέρα διαταρράσσεται από την εισβολή πρωτόγνωρων μορφών ζωής που δεν παραπέμπουν ούτε σε δαίμονες ούτε σε αγγέλους. Αυτή η εισβολή είναι τόσο καταστροφική που ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας έχει εξαλειφθεί και ολόκληρες πόλεις έχουν ταφεί κάτω από τα κύματα της “διαγραφής” – μιας θάλασσας που διαγράφει τις πόλεις και τις μορφές ζωής που αγγίζει.

Το ξεκίνημα του τρίτου τίτλου γίνεται με εκρήξεις, σφαίρες και απέραντη καταστροφή. Η PlatinumGames μας παραδίδει ένα sequel που διατηρεί το χιούμορ, την ένταση και το ασταμάτητο σύστημα μάχης των προηγούμενων δύο παιχνιδιών και το ισορροπεί με ακόμα περισσότερα combos, νέους μηχανισμούς που ενισχύονται από το Witch Time των dodges και ένα νέο σύστημα ανάπτυξης του χαρακτήρα μας. Στον πυρήνα του, αυτό το σύστημα είναι σχεδόν ίδιο με εκείνο των προκατόχων του, με τα combos να είναι ο μονόδρομος για να προκαλέσουμε ζημιά στους εχθρούς μας και πολλές καταλήξεις να οδηγούν σε Climax Attacks, δηλαδή τα αγαπητά sexy finishers. Αλλά αν έχουμε παίξει πρόσφατα (ή και γενικότερα) κάποιο action παιχνίδι της εταιρείας τότε θα νιώσουμε σα στο σπίτι μας καθώς το μοτίβο χειρισμού και όλα όσα γνωρίζουμε από την σειρά δηλώνουν το παρόν με πάθος.

Το νέο στοιχείο σε αυτό το σύστημα είναι η προσθήκη των Infernal Demons, των δαιμονικών πλασμάτων της Bayonetta που επιστρέφουν ως ελεγχόμενες, καταστροφικές δυνάμεις. Στα προηγούμενα παιχνίδια τα συνηθίσαμε ως αργοκίνητα (αλλά παντοδύναμα) πλάσματα τα οποία τα καλούσαμε όταν θέλαμε να αποτελειώσουμε κάποιο boss ή κάποιο αρκετά μεγάλο δαίμονα/ άγγελο. Σε αυτή την φάση όμως αποτελούν ένα ακόμα όπλο για να καθαρίζουμε Verses (τα combat phases κάθε επιπέδου) αφού μπορούμε να χρησιμοποιούμε μαγική ενέργεια για να τα καλούμε στο πεδίο της μάχης. Κάθε δαίμονας που έχουμε αντιστοιχίζεται σε ένα από τα διαφορετικά όπλα του παιχνιδιού, με την Bayonetta να παίρνει την εμφάνισή του όταν ταξιδεύουμε στο επίπεδο ή όταν εξαπολύουμε συγκεκριμένες επιθέσεις.

Ο εκάστοτε δαίμονας έχει τις δικές του ικανότητες και κινήσεις οι οποίες ενισχύουν τα combos και τις δεξιότητες της Bayonetta. Έχουν εφαρμοστεί με τέτοιο τρόπο που θα πρέπει να σκεφτούμε καλά για πόσο χρόνο και πότε θα τα ενεργοποιήσουμε. Αυτό συμβαίνει διότι όταν τους έχουμε ενεργούς η Bayonetta είναι ευάλωτη σε αντεπιθέσεις ενώ κάποιες φορές οι εχθροί μας μπορούν να διαλύσουν τον ενεργό δαίμονα, βγάζοντάς τον εκτός μάχης για ένα μικρό χρονικό διάστημα.

Αυτές οι προσθήκες μπορεί να φαντάζουν ασήμαντες αλλά παίζουν καθοριστικό ρόλο στην σύσταση μιας φόρμουλας που βελτιώνει τα βασικά συστήματα και εκτοξεύει τον εθισμό και την διασκέδαση σε αυτό το φανταχτερό παιχνίδι. Κάθε γεγονός, κάθε κομμάτι δράσης, ακόμα και η εξερεύνηση, χαρακτηρίζονται από ακραίες σκηνές και ασταμάτητη δράση. Κάθε πίστα κρύβει νέες εκπλήξεις, προκλήσεις, συλλεκτικά αντικείμενα, μηχανισμούς και δράση η οποία δεν κουράζει αλλά είναι τόση όση χρειάζεται για να μας κρατήσει το ενδιαφέρον.

Εξαπολύοντας εκρηκτικά combos, καλώντας τους δαίμονές μας την κατάλληλη στιγμή για να αποτελειώσουμε τους εχθρούς μας με στυλ και αποφεύγοντας επιθέσεις την κατάλληλη στιγμή θα νιώσουμε την αδρεναλίνη και την σεροτονίνη μας να ανεβαίνουν σε υψηλά επίπεδα “σπρώχνοντάς” μας στο να συνεχίσουμε την πορεία μας και να προσπαθήσουμε για τα βέλτιστα αποτελέσματα με την καλύτερη τελική βαθμολογία. Υπάρχει κάτι το εθιστικό στην μίξη αυτών των νέων συστημάτων με τις παλαιότερες προσθήκες, κάτι που μας συνέπεια μας ωθεί στο να γίνουμε καλύτεροι και να κυνηγήσουμε το καλύτερο αποτέλεσμα.

Ανάμεσα σε αυτά, υπάρχουν και μικρότερες βελτιώσεις τόσο στην δράση όσο και στην “ποιότητα ζωής” του Bayonetta 3, με τις περισσότερες να εντοπίζονται στην ποικιλία των όπλων και στην αμεσότητα της τροποποίησης των loadouts μας. Για παράδειγμα, μπορούμε να αλλάξουμε όπλα και δαίμονες με το πάτημα ενός κουμπιού ενώ παράλληλα μπορούμε να εξοπλιστούμε με τα νεώτερα μέσω του pause menu. Εκτός από αυτά όμως έχουμε και διαφορετικούς πρωταγωνιστές, δαίμονες, τρόπους ταξιδιού και εξερεύνησης και αρκετά σεντούκια και puzzle που μας ανταμείβουν με ενισχύσεις στους πόντους υγείας και μαγείας. Φυσικά, δεν λείπουν τα challenge rooms, μικρές προκλήσεις που μας περιορίζουν χρονικά και δοκιμάζουν τις ικανότητές μας ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Βέβαια, πολλά από αυτά τα δωμάτια είναι κρυμμένα μέσα σε κάθε επίπεδο ενθαρρύνοντας έτσι την εξερεύνηση ακόμα περισσότερο.

Αναφερόμενοι στην εξερεύνηση, το level design του Bayonetta 3 είναι ακόμα πιο ανοιχτό σε σχέση με το παρελθόν. Κάθε πίστα είναι πιο ανοιχτή, με τα σεντούκια, unlockables και κρυμμένα μυστικά να εντοπίζονται σε κρυφές πλατφόρμες και σοκάκια, διάσπαρτα μέσα στο επίπεδο. Αντιθέτως, τα verses μας περιορίζουν σε έναν χώρο μέχρι να καθαρίσουμε το πεδίο της μάχης, αλλά ποικίλουν και μας θέτουν αντιμέτωπους με όλους τους εχθρούς από την ιστορία της Bayonetta και πιο συγκεκριμένα με Homunculi, δαίμονες και αγγέλους. Κάθε είδος εχθρού μας ανταμείβει με διαφορετικό είδος νομίσματος τα οποία χρησιμοποιούμε για να ξεκλειδώσουμε νέα αξεσουάρ, εμφανίσεις, διακοσμητικά αντικείμενα και consumables που με την σειρά τους μας βοηθούν να ξεκολλήσουμε από δύσκολες καταστάσεις.

Μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα παιχνίδια είναι το γεγονός ότι μπορούμε να αναλάβουμε τον ρόλο άλλων χαρακτήρων κατά την διάρκεια της ιστορίας μέσω των αποκλειστικών κεφαλαίων τους. Ως κάτι που είδαμε να γίνεται και στα Devil May Cry 4 & 5, έτσι και εδώ, η Bayonetta διατηρεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά παραδίδει ενίοτε την σκυτάλη σε παράλληλους εαυτούς της αλλά και στις άλλες δύο πρωταγωνίστριες, την Viola και την Jeanne.

H Viola σαν χαρακτήρας δεν έχει μεγάλες διαφορές από την Bayonetta. Η μόνη ειδοποιός διαφορά είναι στον τρόπο που ενεργοποιείται το Witch Time της. Σε αντίθεση με τα perfect dodges, η Viola πρέπει να κάνει perfect blocks με το katana της για να το ενεργοποιήσει. Από εκεί και πέρα, ο πυρήνας του συστήματος μάχης παραμένει ίδιος με κλασικά combos και finishers. Ομολογώ όμως, πως δεν ήταν η πρώτη μου προτίμηση καθόλη την διάρκεια του παιχνιδιού. Την στιγμή που το σύστημα μάχης βασίζεται στα summons, ο Cheshire – το δικό της Summon, – φαντάζει αρκετά αδύναμος ειδικά όταν δεν έχουμε τον άμεσο έλεγχο, ενώ οι επιθέσεις της Viola και το γενικότερο toolkit της ήταν αισθητά διαφορετικό και δύσχρηστο (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) με αποτέλεσμα να αφαιρούνται αρκετοί πόντοι από την διασκέδαση.

Από την άλλη, η Jeanne πρωταγωνιστεί στο δικό της σετ αποστολών που μοιάζουν βγαλμένες από το Metal Gear. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με περίπλοκα combos και εξερεύνηση αλλά 2D πίστες που έχουν ως επίκεντρο το stealth. Σε αυτές τις πίστες ξεκινάμε από ένα σημείο και πρέπει να φτάσουμε στο τέλος χωρίς να μας ανακαλύψουν οι εχθροί μας, προσέχοντας μην δεχθούμε πάνω από 5 επιθέσεις και έχοντας τον χρόνο ως τον μεγαλύτερο αντίπαλό μας. Η αλήθεια είναι πως αυτού του είδους οι αποστολές με έβγαλαν απότομα από την έκσταση του βασικού gameplay – ωστόσο, αποτελούν ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα από την δράση.

Επιστρέφοντας στο βάθος του συστήματος μάχης, οι μηχανισμοί που εφαρμόζονται εδώ βελτιώνονται με νέες προσθήκες ή αλλαγές. Η σημαντικότερη όλων είναι το skill tree όλων των δαιμόνων και της Bayonetta. Κάθε δαίμονας που θα αποκτήσουμε έχει το δικό του skill tree με το οποίο ξεκλειδώνουμε νέα combos, βελτιώσεις στις βασικές τους ικανότητες και νέους τρόπους εξερεύνησης με την μορφή τους. Η ενίσχυση των εν λόγω ικανοτήτων ενθαρρύνεται εξίσου από το replayability των επιπέδων, την ανάγκη για τα τέλεια replays, το κυνήγι των Pure Platinum trophies και unlockables που προκύπτουν μέχρι και το τέλος της ιστορίας.

Ολοκληρώνοντας μια φορά αυτή την ιστορία μας δίνεται η δυνατότητα να ξεκλειδώσουμε νέα επίπεδα δυσκολίας, leaderboards για κάθε κεφάλαιο, αλλά και πιο casual επιλογές που επιτρέπουν να “τρέξουμε” (ξανά) την ιστορία με μια μεγαλύτερη ευκολία. Ο Rodin από την άλλη μας παρέχει μια ποικιλία από αξεσουάρ που τροποποιούν το gameplay αντίστοιχα. Για παράδειγμα, υπάρχουν αξεσουάρ που απλοποιούν τα combos ενώ άλλα κάνουν τους εχθρούς μας πιο…ζόρικους.

Οι μάχες με τα αφεντικά αποτελούν για άλλη μια φορά το Highlight του gameplay. Γιγαντιαία Homunculi θα είναι για ακόμα μια φορά ο βασικός στόχος μας με την κάθε μάχη να διακρίνεται από μεγάλο μέγεθος, έκταση, ένταση και φανταχτερή καταστροφή. Πολλές από αυτές τις μάχες έχουν να μας προσφέρουν κάτι μοναδικό όπως kaiju-like μονομαχίες, κυνηγητά ανάμεσα από την καταστροφή και παράλληλα σύμπαντα και co-op μάχες με NPCs και συμπρωταγωνιστές. Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε να παραλείψουμε και την μουσική που με τον τρόπο της πλαισιώνει κάθε μάχη και τις αναδεικνύει με αξιομνημόνευτα κομμάτια που κολακεύουν αντίστοιχα την κάθε περίπτωση.

Μερικά από τα παράπονα που θα μπορούσα να παραθέσω αφορούν κυρίως την θέση της κάμερας και ορισμένες μικρές λεπτομέρειες που με ενόχλησαν σε μεγάλα game sessions. Όπως στα περισσότερα παιχνίδια του είδους, η κάμερα πολλές φορές μας ζόριζε, ειδικά όταν ο χώρος ήταν περιορισμένος και πιο συγκεκριμένα δυσκολευόμασταν να προλάβουμε επιθέσεις εχθρών που ήταν κρυμμένοι εκτός ορίων οθόνης (ή πίσω μας). Από την άλλη, σε ορισμένα στοιχεία της εξερεύνησης – gameplay ήταν τα chests που έπρεπε να μαζέψουμε τα κομμάτια τους για να τα ολοκληρώσουμε. Αν δεν προλαβαίναμε να τα μαζέψουμε έπρεπε να πάμε να τα ενεργοποιήσουμε και να δούμε από την αρχή (!) το διαμοιρασμό των κομματιών τους στην εκάστοτη διαδρομή με αποτέλεσμα να χάνουμε πολύτιμο χρόνο – και εν συνεπεία να κουραζόμαστε.

Η μεταφορά της Bayonetta στο Nintendo Switch μπορεί να ξεκίνησε με το Bayonetta 2 αλλά οι βελτιώσεις που έχουν γίνει από τότε είναι αρκετές για να αναδείξουν την νέα εποχή στις κονσόλες της Ιαπωνικής εταιρείας. Το Bayonetta 3 αναπτύχθηκε με γνώμονα την κονσόλα και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό (και ευδιάκριτο). Τα γραφικά είναι πιο καθαρά και λεπτομερή ενώ η απόδοση τόσο σε portable όσο και σε docked modes είναι ονειρική, με το βασικό gameplay να στοχεύει τα 60fps και τα cutscenes ή τις πιο “βαριές” σκηνές να μένουν σταθερά στα 30fps. Η διατήρηση αυτών των δύο καταστάσεων όμως γίνεται μέσω της κλιμακόμενης ανάλυσης οθόνης που γίνεται αρκετά αισθητή σε portable mode αλλά δεν είναι τόσο ενοχλητική, στο μάτι, όσο θα περιμέναμε.

Μέχρι και τώρα διχάζομαι στο αν θα πρέπει να αναφερθώ στο ζήτημα που προέκυψε με το αγγλικό voice acting του Bayonetta 3. Ίσως όλοι να γνωρίζουμε την διαμάχη μεταξύ PlatinumGames και Hellena Taylor (της αρχικής VA της Bayonetta) για την χρηματική αμοιβή του ρόλου και του “τελικού” αποτελέσματος για τις δύο μεριές. Χωρίς όμως να εμβαθύνω στο ζήτημα, η επιλογή της Jennifer Hale φαίνεται να ήταν βιώσιμη αφού η ίδια κάνει μια καλή δουλειά και διατηρεί μια γνώριμη χροιά για την πρωταγωνίστρια ενώ παράλληλα δίνει κάτι φρέσκο και μοναδικό στην φωνή. Η υπόλοιπη ομάδα συνεχίζει την καλή δουλειά, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτά των Rodin, Enzo και Luka.

Σε γενικές γραμμές, το Bayonetta 3 είναι η αποθέωση της σειράς. Είναι ένα παιχνίδι που πληροί όλα τα στανταρ με την ομάδα ανάπτυξης να παραδίδει ένα έργο γεμάτο ένταση, δράση, εξερεύνηση και χιούμορ. Ως τρίτη προσθήκη, είναι κομμένη και ραμμένη για το Nintendo Switch με όμορφα, λεπτομερή και καθαρά γραφικά και με τον βασικό πυρήνα του gameplay να βελτιώνεται από ένα εθιστικό σύστημα μάχης, νέους ενδιαφέροντες μηχανισμούς και εξερεύνηση γεμάτη εκπλήξεις. Είναι ένα παιχνίδι που μας “ξεδιψά” και μας θυμίζει το ταλέντο της PlatinumGames – ενώ την ίδια στιγμή μου γέννησε την νοσταλγία του Astral Chain, για λόγους που μόνο όσοι παίξουν θα καταλάβουν.

Ευχαριστούμε θερμά την CD Media για τη διάθεση του παιχνιδιού.

You may also like